Τι σημαίνει το coffee στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης coffee στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του coffee στο Αγγλικά.

Η λέξη coffee στο Αγγλικά σημαίνει καφές, καφές, καφές, το χρώμα του καφέ, στο χρώμα του καφέ, καφές από κριθάρι, σκέτος καφές, καφέ μπαρ, κόκος καφέ, διάλειμμα για καφέ, κέικ με γεύση καφέ, γλύκισμα που τρώγεται μαζί με τον καφέ, καντίνα για καφέδες, κούπα του καφέ, φίλτρο καφέ, μύλος του καφέ, μηχανή του καφέ, μύλος καφέ, κούπα, φυτεία καφέ, κάψουλα, καφετιέρα, καφετιέρα, καφετέρια, καφετέρια στην Ολλανδία όπου επιτρέπεται η αγορά και χρήση κάνναβης, τραπεζάκι του σαλονιού, καφετί, βιβλίο με πλούσια εικονογράφηση, καφενείο, κουβεντιάζω, καφετιέρα, ντεκαφεϊνέ, καφές φίλτρου, καφετιέρα, γαλλικός καφές, παγωμένος καφές, καφές με μπέϊλις, κουβεντούλα πίνοντας καφέ, καφές με λικέρ, καφετέρια με καθίσματα σε εξωτερικό χώρο, πίνοντας καφέ, ελληνικός καφές, καφές με γάλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης coffee

καφές

noun (uncountable (drink)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I have a cup of coffee every morning.
Πίνω ένα φλιτζάνι καφέ κάθε πρωί.

καφές

noun (uncountable (plant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They grow coffee in Colombia.

καφές

noun (uncountable (ground beans)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We need to buy more coffee for the coffee maker.

το χρώμα του καφέ

noun (color: light brown)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I like the dress in brown, but would prefer coffee.

στο χρώμα του καφέ

noun as adjective (light brown in color)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I wouldn't say it's dark brown. I would say it was more coffee.

καφές από κριθάρι

noun (drink made from roasted barley)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In time of war people make chicory or barley coffee.

σκέτος καφές

noun (coffee: no milk)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Black coffee is a traditional hangover remedy.

καφέ μπαρ

noun (café: serves coffee)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Starbucks turned the coffee bar into a multinational enterprise.

κόκος καφέ

noun (usually plural (seed of coffee tree)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The coffee I'm serving was made from freshly ground coffee beans.

διάλειμμα για καφέ

noun (pause for coffee, tea, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Whenever I try to ask for her help, she's on a coffee break.

κέικ με γεύση καφέ

noun (cake containing coffee)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Peter was eating a slice of coffee cake.

γλύκισμα που τρώγεται μαζί με τον καφέ

noun (US (sweet bread)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καντίνα για καφέδες

noun (stand: serves hot drinks)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κούπα του καφέ

noun (cup in which coffee is served)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Anna gave him a set of coffee cups as a birthday present.

φίλτρο καφέ

noun (device: strains coffee)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μύλος του καφέ

noun (machine for grinding coffee beans)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ground beans fresh from the coffee grinder give the coffee a richer flavor.

μηχανή του καφέ

noun (machine that brews coffee)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This coffee maker can make both espresso coffee and cappuccino coffee.

μύλος καφέ

noun (coffee grinder)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κούπα

noun (cup for coffee)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She clasped her hands around her coffee mug, letting it warm them.

φυτεία καφέ

noun (field where coffee beans are grown)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Cutting trees to plant coffee plantations destroys bird habitat.

κάψουλα

noun (ground coffee in a filter bag)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The single-serving coffee pod is the latest fad among coffee drinkers.
Οι κάψουλες μιας χρήσεις είναι η τελευταία μόδα για τους λάτρεις του καφέ.

καφετιέρα

noun (for brewing coffee)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I still prefer my old coffee pot over my new coffee maker.

καφετιέρα

noun (for brewed coffee)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tip the milky coffee into a warmed coffee pot.

καφετέρια

noun (café where coffee is served)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We arranged to meet in a coffee shop.
Κανονίσαμε να συναντηθούμε σε μια καφετέρια.

καφετέρια στην Ολλανδία όπου επιτρέπεται η αγορά και χρήση κάνναβης

noun (café where cannabis is served)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
In most of the coffee shops in Amsterdam, you can order a coffee or beer and a selection of cannabis from a dozen different countries.
Στις περισσότερες καφετέριες του Άμστερνταμ, όπου επιτρέπεται η αγορά και χρήση κάνναβης, μπορεί κανείς να παραγγείλει, μαζί με τον καφέ ή τη μπίρα του, και διάφορα είδη κάνναβης, τα οποία προέρχονται από δεκάδες διαφορετικές χώρες.

τραπεζάκι του σαλονιού

noun (low table used in living room)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please don't put your feet on the coffee table.
Σε παρακαλώ μην βάζεις τα πόδια σου στο τραπεζάκι.

καφετί

adjective (medium-brown)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

βιβλίο με πλούσια εικονογράφηση

noun (large illustrated hardback book)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καφενείο

noun (establishment where coffee is served)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Golden Horn was a 60's coffeehouse where you could find coffee, folk songs and poetry but no alcohol .

κουβεντιάζω

intransitive verb (dated, slang (indulge in chitchat)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καφετιέρα

noun (cafetière, pot for making coffee) (συσκευή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ντεκαφεϊνέ

noun (coffee: caffeine removed)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I drink decaffeinated coffee at night so I do not stay awake all night.

καφές φίλτρου

noun (coffee: percolated)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I like drip coffee, not instant.
Μ’ αρέσει ο καφές φίλτρου, όχι ο στιγμιαίος.

καφετιέρα

noun (appliance: percolator)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I must buy some more filters for my drip coffee maker.
Πρέπει ν' αγοράσω μερικά φίλτρα για την καφετιέρα μου.

γαλλικός καφές

noun (coffee brewed in a cafetière)

The coffee shop serves French-press coffee.

παγωμένος καφές

noun (cold coffee with ice)

Sophie was drinking a glass of iced coffee.

καφές με μπέϊλις

noun (coffee with Irish whiskey)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
An Irish coffee topped with cream is a great way of ending a meal.

κουβεντούλα πίνοντας καφέ

noun (German (social gathering over coffee) (καθομιλουμένη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καφές με λικέρ

noun (coffee served with liquor)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καφετέρια με καθίσματα σε εξωτερικό χώρο

noun (café: outside seating)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Outdoor coffee-houses are not very popular in hot climates during the summer.
Οι καφετέριες που έχουν τραπεζάκια έξω δεν είναι και πολύ δημοφιλείς στις πολύ ζεστές περιοχές το καλοκαίρι.

πίνοντας καφέ

adverb (informal (while drinking coffee)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελληνικός καφές

noun (strong, thick coffee)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Turkish coffee is traditionally boiled with sugar in a special pot called an ibrik.

καφές με γάλα

noun (UK (coffee: with milk)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I don't like tea; I prefer white coffee with sugar.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του coffee στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του coffee

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.