Τι σημαίνει το comida στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης comida στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του comida στο ισπανικά.

Η λέξη comida στο ισπανικά σημαίνει τρώω, τρώω, τρώω, τρώω, τρώω μεσημεριανό, φαγητό, τρώω μεσημεριανό, τρώω μεσημεριανό, παίρνω μεσημεριανό, μασουλάω, τσιμπάω, τσιμπολογάω, πηδάω, πηδώ, τρώω, φαγητά, τρόφιμο, φαγητό, μεσημεριανό, γεύμα, φαγητό, φαΐ, γεύμα, γεύμα, κολατσιό, φαγητό, φαγητό, γεύμα, τραπέζι, φαΐ, φαγητό, κέτερινγκ, catering, βραδινό, τροφή, τροφή, τροφή, φαγητό, διατροφή, σίτιση, φαγώσιμα, τρόφιμα, δείπνο, φαγωμένος, αιχμάλωτος, καταπίνω τα λόγια μου, στηρίζω την οικογένεια, τρώω λαίμαργα, καταβροχθίζω, κατατρώω, κατασπαράζω, κάνω πλύση εγκεφάλου, θρέψη, μασουλάω, ταΐζω, τρώω υπερβολικά πολύ, πεινάω λίγο, πεινάω λιγάκι, που δε φαγώθηκε, ασφαλής προς κατανάλωση, ασφαλής για κατανάλωση, που τον ταΐζουν με το κουτάλι, ώρα φαγητού, ώρα φαγητού, βραδινό, δείπνο, διάλειμμα για μεσημεριανό, διάλειμμα για μεσημεριανό, κρεατοφάγος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης comida

τρώω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Como pasta todos los días.
Τρώω ζυμαρικά κάθε μέρα.

τρώω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tengo problemas para comer carne porque tengo los dientes flojos.
Δυσκολεύομαι να φάω κρέας εξαιτίας των χαλαρωμένων δοντιών μου.

τρώω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tengo hambre. ¡Vamos a comer!
Πεινάω. Ας φάμε!

τρώω

(coloquial, figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La lluvia ácida se ha comido la superficie de la roca.
Η όξινη βροχή έφαγε την επιφάνεια του βράχου.

τρώω μεσημεριανό

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos a almorzar a ese restaurante que acaban de abrir.
Ας πάμε να φάμε μεσημεριανό στο καινούριο εστιατόριο. Να φάμε μεσημεριανό πριν τη συνάντηση;

φαγητό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Comer les da mucho placer a algunas personas.
Το φαγητό χαρίζει μεγάλη ευχαρίστηση σε ορισμένους.

τρώω μεσημεριανό

verbo intransitivo (almuerzo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Generalmente como a la 1 pm.

τρώω μεσημεριανό, παίρνω μεσημεριανό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vayamos a comer a un restaurante indio hoy.
Ας φάμε (or: πάρουμε) μεσημεριανό στο ινδικό εστιατόριο σήμερα.

μασουλάω

(con entusiasmo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los niños estaban felices comiendo pizza.
Τα παιδιά μασούλαγαν πίτσα χαρούμενα.

τσιμπάω, τσιμπολογάω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando está aburrida, Maggie come barras de chocolate.
Η Μάγκυ τρώει σοκολάτες όταν βαριέται.

πηδάω, πηδώ

verbo transitivo (fichas de juego) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si no comes ficha ahora, puedes perder la partida.

τρώω

(coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φαγητά

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
¿Habrá comida en la fiesta o debería comer antes?

τρόφιμο, φαγητό

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Yo traigo la comida si tú traes la bebida.
Θα φέρω τα φαγώσιμα αν φέρεις εσύ τα ποτά.

μεσημεριανό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En los Estados Unidos la gente normalmente toma una comida sobre las 12.30.
Στις ΗΠΑ συχνά τρώνε μεσημεριανό γύρω στις δωδεκάμισι το μεσημέρι.

γεύμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hacíamos tres comidas al día: desayuno, almuerzo y cena.
Πήραμε τρία γεύματα σήμερα: πρωινό, μεσημεριανό και δείπνο.

φαγητό, φαΐ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γεύμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γεύμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Su comida incluía sopa, ensalada y un plato de pescado.
Το γεύμα του περιελάμβανε σούπα, σαλάτα και ψάρι.

κολατσιό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Bob preparó la comida para llevar y salió de excursión.

φαγητό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El restaurante tenía comida simple, pero era barata y buena.
Το εστιατόριο είχε σχετικά απλό φαγητό, αλλά ήταν φθηνό και νόστιμο.

φαγητό

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Me gusta la comida mexicana.

γεύμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Invitamos a sus padres a una comida formal.
Καλέσαμε τους γονείς του σε ένα επίσημο γεύμα.

τραπέζι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El chef preparó una deliciosa comida.

φαΐ, φαγητό

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tengo que dar la comida a los niños y luego nos iremos con ellos a la alberca.

κέτερινγκ, catering

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
¿Qué tal la comida en la boda?

βραδινό

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Qué hay para la cena esta noche?
Τι έχουμε για δείπνο απόψε;

τροφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τροφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los atletas necesitan más nutrientes que la gente normal.

τροφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φαγητό

(ευρύτερα, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un almuerzo pesado te dejará somnoliento para el resto de la tarde.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Προτιμώ η κόρη μου να φάει ζεστό φαγητό απ' το να πάρει κολατσιό στο σχολείο.

διατροφή, σίτιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las criaturas obtienen su alimentación a través de sus pies.

φαγώσιμα, τρόφιμα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Pam fue a la tienda a comprar algunas provisiones.
Η Παμ πήγε στα μαγαζιά για να αγοράσει μερικά τρόφιμα.

δείπνο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los Smiths invitaron a sus vecinos a una cena en casa.

φαγωμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αιχμάλωτος

adjetivo (piezas)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las piezas comidas se sacan del tablero.

καταπίνω τα λόγια μου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando el álbum de Jessie se convirtió en un éxito, sus críticos se vieron obligados a humillarse.

στηρίζω την οικογένεια

Hoy en día con un solo sueldo no se puede mantener una familia.

τρώω λαίμαργα

καταβροχθίζω, κατατρώω, κατασπαράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devoró todo el paquete de galletas de una sentada.

κάνω πλύση εγκεφάλου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El profesor adoctrinó a su alumno con teorías de conspiración.

θρέψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La madre le proveía nutrición a su hijo amamantándolo.

μασουλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estaba saboreando una manzana cuando se me rompió un diente.
Μασούλαγα ένα μήλο όταν έσπασε το δόντι μου.

ταΐζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen alimenta a su perro cada mañana.
Η Έλεν ταΐζει τον σκύλο κάθε πρωί.

τρώω υπερβολικά πολύ

(κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hay que tener cuidado de no atracarse cuando se está estresado.
Πρόσεχε να μην τρως υπερβολικά πολύ όταν είσαι στρεσαρισμένος.

πεινάω λίγο, πεινάω λιγάκι

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Φαίνεται να ψιλοπείνασες (or: Φαίνεσαι ψιλοπεινασμένος). Πάμε να φάμε κάτι;

που δε φαγώθηκε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασφαλής προς κατανάλωση, ασφαλής για κατανάλωση

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La carne cruda no es considerada apta para comer en muchos países.
Το ωμό κρέας δεν θεωρείται ασφαλές προς κατανάλωση (or: ασφαλές για κατανάλωση) σε πολλά μέρη του κόσμου.

που τον ταΐζουν με το κουτάλι

locución adjetiva (για μωρά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ώρα φαγητού

(en la noche)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La hora de cenar en el rancho es a las 6 de la tarde.
Η ώρα του φαγητού στο ράντζο είναι στις έξι ακριβώς κάθε βράδυ.

ώρα φαγητού

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βραδινό, δείπνο

(μτφ: ως ώρα της ημέρας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διάλειμμα για μεσημεριανό

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Durante mi descanso para comer suelo ir al salón de té de al lado por un sándwich.
Στο διάλειμμα για μεσημεριανό συχνά πηγαίνω στη διπλανή καφετέρια για ένα σάντουιτς. Έχω μισή ώρα διάλειμμα για μεσημεριανό άνευ αποδοχών.

διάλειμμα για μεσημεριανό

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Quieres que nos encontremos a la hora de comer?

κρεατοφάγος

verbo transitivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Yo soy vegetariana, pero mis hijas comen carne.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του comida στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του comida

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.