Τι σημαίνει το saber στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης saber στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του saber στο ισπανικά.

Η λέξη saber στο ισπανικά σημαίνει ξέρω, γνωρίζω, ξέρω, ξέρω, ξέρω να κάνω κτ, έχω ιδέα, γνωρίζω στοιχειωδώς, δεν τα κάνω αυτά, ξέρω, συνειδητοποιώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, γνωρίζω, ξέρω, καταλαβαίνω, γνωρίζω, ξέρω, είμαι ενήμερος, ξέρω, έχω γεύση, έχω γεύση, δηλαδή, έλα ντε! μακάρι να ήξερα!, αναρωτιέμαι, έχω πάρει χαμπάρι κπ, μου έχει δεθεί η γλώσσα κόμπος, δηλαδή, δηλαδή, για κάποιον λόγο, δηλαδή, Πού να το ξέρω;, Πού να το ξέρω εγώ;, πες μου να ξέρω, ποιος ξέρει;, παράδοση, θεωρία, γνωστό τοις πάσι, τεχνογνωσία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σοφία που αποκτήθηκε μέσα από εμπειρίες, κάνω σκληρό παζάρι, ξέρω καναδυό πραγματάκια, ξέρω ένα δυο πράγματα, ξέρω απέξω, ξέρω πολύ καλά, ξέρω με σιγουριά, ξέρω πολύ καλά, ξέρω τι παίζει με κτ, είμαι πολύ καλός σε κτ, δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ, έχω ωραία γεύση, έχω την ίδια γεύση με, ενημερώνω, χάνω τα λόγια μου, ξέρω ότι δεν πρέπει να, δεν ξέρω, διαβάζω την ώρα, ξέρω κτ στα σίγουρα, δεν δέχομαι κτ με τίποτα, γνωρίζω εκ των προτέρων, μαθαίνω για κτ, προσπαθώ, προβλέπω, καταλαβαίνω ενστικτωδώς, δεν ξέρω τίποτα, δεν έχω νέα, δεν ακούω κάτι, ακούω, μαθαίνω, ακούω, μαθαίνω, καλή ερώτηση, που έχει πάρει χαμπάρι, έχω επίγνωση ότι/πως, γνωρίζω ότι/πως, ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου, δε θέλω να έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω σχέσεις με, υποστηρίζω, ξεκινάω αμέσως, ξέρω, δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ, μαθαίνω κτ από κπ, ακούω κτ από κπ, πληροφορώ, ενημερώνω, ενημερώνω, ειδοποιώ, καθιστώ κάτι γνωστό σε κάποιον, έχω κτ στο νου μου, έχω κτ στο μυαλό μου, ξέρω ποια είναι η θέση μου, ξέρω τη θέση μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης saber

ξέρω, γνωρίζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tú no lo sabes, tendremos que buscar a alguien que lo sepa.
Αν δεν ξέρεις εσύ, πρέπει να βρούμε κάποιον που ξέρει.

ξέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Conozco la respuesta.
Γνωρίζω την απάντηση.

ξέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Está al corriente de que hemos llegado?
Γνωρίζει ότι ήρθαμε;

ξέρω να κάνω κτ

verbo transitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
¿Sabes nadar?
Ξέρεις κολύμπι;

έχω ιδέα, γνωρίζω στοιχειωδώς

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Sabes cuánta gente va a venir a la fiesta?

δεν τα κάνω αυτά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Una vergüenza! ¡A tu edad ya lo deberías saber!

ξέρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella sabe tocar el piano.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μπορεί να παίξει την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν στο πιάνο.

συνειδητοποιώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω

(πως, πόσο, τι, ποιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él no sabe cuán importante es esto para mí.
Δε συνειδητοποιεί πόσο σημαντικό είναι αυτό για μένα.

γνωρίζω, ξέρω

verbo transitivo (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ya sé que estás dispuesta a irte, ¿pero podrías tenerme paciencia?
Γνωρίζω (or: Ξέρω) καλά ότι θέλεις να φύγεις, μπορείς να κάνεις λίγη υπομονή σε παρακαλώ;

καταλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Finalmente comprendió por qué su auto no arrancaba.
Στο τέλος, κατάλαβε γιατί δεν έπαιρνε μπρος το αμάξι του.

γνωρίζω, ξέρω, είμαι ενήμερος

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξέρω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sabe de fútbol más que nadie.
Ξέρει ποδόσφαιρο καλύτερα από τον καθένα.

έχω γεύση

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La tarta sabe a banana.
Αυτό το κέικ έχει γεύση μπανάνας.

έχω γεύση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esto sabe a pollo.
Αυτό έχει γεύση κοτόπουλο.

δηλαδή

έλα ντε! μακάρι να ήξερα!

interjección (CR) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
- ¿Quién se comió mis galletitas? - ¡Saber! ¡Yo acabo de llegar!

αναρωτιέμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me pregunto si le interesaría comprar aquel coche de allí.
Αναρωτιέμαι αν θα σας ενδιέφερε να αγοράσετε αυτό εδώ το αυτοκίνητο.

έχω πάρει χαμπάρι κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Todos están fascinados con ese charlatán, ¡pero yo lo conozco!

μου έχει δεθεί η γλώσσα κόμπος

(figurado) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δηλαδή

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Josh siempre quiso tener éxito en la vida; específicamente, quería ser rico.
Ο Τζος πάντα ήθελε να πετύχει στη ζωή του, ήθελε δηλαδή να γίνει πλούσιος.

δηλαδή

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Solo un país, esto es, China, votó contra la medida.
Μόνο μια χώρα, η Κίνα δηλαδή, ψήφισε κατά του μέτρου.

για κάποιον λόγο

expresión

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vaya a saber por qué mi computadora se cuelga cada vez que entro a Internet.

δηλαδή

locución adverbial

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)

Πού να το ξέρω;, Πού να το ξέρω εγώ;

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Por qué me preguntas si va a llover mañana? Yo qué sé.

πες μου να ξέρω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Puedes venir a mi fiesta? ¡Házmelo saber!
Μπορείς να έρθεις στο πάρτι μου; Πες μου να ξέρω!

ποιος ξέρει;

locución interjectiva

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Me pregunto por qué dijo esa cosa tan rara. ¡Vaya uno a saber!

παράδοση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θεωρία

(AR)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γνωστό τοις πάσι

(λόγιο: είναι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Era sabido entre los empleados que Bill tenía un problema con la bebida. Aunque Galileo fue perseguido por decirlo en el siglo XVII, ahora es sabido que la tierra gira en torno al sol.
Όλοι στην εταιρεία γνώριζαν ότι ο Μπιλ αντιμετώπιζε πρόβλημα αλκοολισμού.

τεχνογνωσία

locución nominal masculina (familiar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

nombre masculino

σοφία που αποκτήθηκε μέσα από εμπειρίες

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Leer... he leído muy poco en mi vida aunque he acumulado mucho saber fruto de mi vasta experiencia.

κάνω σκληρό παζάρι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El vendedor supo negociar, pero eventualmente llegamos a un acuerdo por el precio de la vasija.

ξέρω καναδυό πραγματάκια, ξέρω ένα δυο πράγματα

locución verbal (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Después de 20 años en ese trabajo, ya sabe un par de cosas sobre la construcción.

ξέρω απέξω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los estudiantes tenían que saberse el poema de memoria.

ξέρω πολύ καλά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No te hagas la tonta; ¡sabes muy bien a qué me refiero!

ξέρω με σιγουριά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hasta que no lo tengamos por seguro, creo que lo mejor es simplemente ser paciente.

ξέρω πολύ καλά

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sabía perfectamente que lo que estaba haciendo era ilegal, pero eso no lo detuvo.

ξέρω τι παίζει με κτ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Chloe conoce con detalle el negocio inmobiliario.

είμαι πολύ καλός σε κτ

(coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi profesora de Historia realmente sabe de lo suyo. ¡Tiene respuesta para todo!

δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me da vergüenza admitirlo, pero no sé nada de literatura americana.

έχω ωραία γεύση

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω την ίδια γεύση με

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ενημερώνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le haremos saber nuestra decisión después de la reunión.

χάνω τα λόγια μου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξέρω ότι δεν πρέπει να

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν ξέρω

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαβάζω την ώρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tiene solo cuatro años pero ya sabe la hora.

ξέρω κτ στα σίγουρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sé con certeza que ganó más de un millón de dólares el año pasado.

δεν δέχομαι κτ με τίποτα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γνωρίζω εκ των προτέρων

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sabía de antemano lo que iban a tomar en el examen de matemáticas.
Γνώριζα εκ των προτέρων τι θα πέσει στο διαγώνισμα των μαθηματικών.

μαθαίνω για κτ

¿Cómo supo de nuestra empresa?
Πώς έμαθες για την εταιρεία μας; Τα παιδιά μαθαίνουν για τον Μεσαίωνα στο μάθημα της ιστορίας.

προσπαθώ

locución verbal (AR)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προβλέπω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταλαβαίνω ενστικτωδώς

(κτ ή ότι/πως)

Apenas Carmel vio la cara de Ana, supo que algo estaba mal.

δεν ξέρω τίποτα

(για κάτι ή σχετικά με κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No sé nada del tema.

δεν έχω νέα, δεν ακούω κάτι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No sé nada de Marcos desde que se mudó a Londres.

ακούω, μαθαίνω

(για ειδήσεις/νέα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Te has enterado de lo del terremoto en Japón?

ακούω, μαθαίνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si sé de algún nuevo trabajo, te aviso.
Αν ακούσω (or: μάθω) για κάποια ελεύθερη θέση εργασίας, θα σε ενημερώσω.

καλή ερώτηση

interjección

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Si la amo lo suficiente como para casarme? ¡Vaya uno a saber!

που έχει πάρει χαμπάρι

(ανεπ: κπ/κτ, ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom cree que es listo, pero su madre sabe de sus engaños.
Ο Τομ νομίζει ότι είναι έξυπνος, αλλά η μητέρα του έχει πάρει χαμπάρι την κομπίνα του.

έχω επίγνωση ότι/πως, γνωρίζω ότι/πως

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando tomé el examen, era consciente de que mis padres esperaban mucho de mí.
Όταν έγραψα το διαγώνισμα, είχα επίγνωση ότι οι γονείς μου περίμεναν πολλά από μένα.

ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nunca me pierdo por este barrio: me lo conozco al dedillo.

δε θέλω να έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω σχέσεις με

locución verbal (coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Desde que me robó los aros, ya no quiero saber nada con ella.

υποστηρίζω

locución verbal (μεταφορικά: ρούχο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este vestido requiere cierto porte y actitud, no todas saben llevarlo.

ξεκινάω αμέσως

(al empezar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El puesto necesita de alguien con experiencia que sepa lo que hace.

ξέρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Me encantaría tener mi propia línea de ropa, pero no sabría cómo.
Θα μου άρεσε πολύ να φτιάχνω τα δικά μου ρούχα αλλά δεν ξέρω.

δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A menudo se dice que la realeza no sabe nada de la vida real.

μαθαίνω κτ από κπ, ακούω κτ από κπ

Supe por tu madre que te casas el año que viene.
Μου είπε η μητέρα σου ότι παντρεύεσαι του χρόνου.

πληροφορώ, ενημερώνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hazle saber nuestra posición en este asunto y pídele su opinión al respecto.

ενημερώνω, ειδοποιώ, καθιστώ κάτι γνωστό σε κάποιον

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω κτ στο νου μου, έχω κτ στο μυαλό μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Solo se quedó poco tiempo, ya que era consciente de su necesidad de estudiar bastante antes de irse a la cama.

ξέρω ποια είναι η θέση μου, ξέρω τη θέση μου

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του saber στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.