Τι σημαίνει το completamente στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης completamente στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του completamente στο ισπανικά.

Η λέξη completamente στο ισπανικά σημαίνει εντελώς, τελείως, πλήρως, τελείως, εντελώς, πλήρως, εντελώς, απόλυτα, ολότελα, τελείως, εντελώς, πλήρως, πλήρως, εντελώς, απολύτως, απόλυτα, κατηγορηματικά, εντελώς, απολύτως, απόλυτα, εντελώς, απόλυτα, πλήρως, εξονυχιστικά, απόλυτα, εντελώς, οικτρά, παταγωδώς, απόλυτα, απολύτως, απόλυτα, εντελώς, πλήρης, εντελώς, παντελώς, εντελώς, τελείως, κατευθείαν, κατ'ευθείαν, εντελώς, πλήρως, τελείως, εντελώς, τελείως, εντελώς, απολύτως, πλήρως, τελείως, εντελώς, εντελώς, εντελώς, τελείως, απόλυτα, εντελώς, τελείως, εντελώς, τελείως, απολύτως, ολότελα, εντελώς, τελείως, απόλυτα, απολύτως, απερίφραστα, εντελώς, τελείως, εντελώς, απόλυτα, εντελώς, απολύτως, εντελώς, τελείως, απίστευτα, εξωφρενικά, άκρως, εντελώς, απολύτως, πλήρως, εντελώς, ολοκληρωτικά, πλήρως, τελείως, εντελώς, εντελώς, τελείως, απολύτως, εντελώς, ολότελα, εντελώς, τελείως, εντελώς, τελείως, παντελώς, πλήρως, πλήρως σχηματισμένος, μόνος, μοναχός, μονάχος, ολομόναχος, εντελώς παγωμένος, πληρωμένος, εξοφλημένος, απόλυτα αφοσιωμένος, εντελώς ξύπνιος, πλήρως εξοπλισμένος, ακίνητος, που έχει πλήρη συναίσθηση, απόλυτα στεγνός, εντελώς ξερός, ολόγυμνος, ολόισιος, διαφωνώ κατηγορηματικά, περικυκλωμένος απ' όλες τις πλευρές, Και πολύ καλά κάνεις!, έτοιμος για χρήση, εντελώς λάθος, πλήρως ανεπτυγμένος, κανονικός, εθίζομαι σε κτ, καλύπτω πλήρως, τεντωμένος, απλωμένος, θεόκουφος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης completamente

εντελώς, τελείως, πλήρως

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡Estoy completamente agotado!
Είμαι ντιπ για ντιπ εξαντλημένος!

τελείως, εντελώς

(καθόλα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ella había terminado de construir su casa por completo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αρνούμαι αυτές τις κατηγορίες ως παντελώς αβάσιμες!

πλήρως, εντελώς, απόλυτα, ολότελα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fred no estaba completamente convencido por mi argumentación.
Ο Φρεντ δεν είχε πειστεί εντελώς (or: πλήρως) απ' το επιχείρημά μου.

τελείως, εντελώς, πλήρως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El paciente estaba completamente consciente, pero también totalmente paralizado.
Ο ασθενής ήταν εντελώς ξύπνιος, αλλά και εντελώς παραλυμένος.

πλήρως, εντελώς, απολύτως, απόλυτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La caza está completamente prohibida en este bosque.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν έχουμε υποθήκη στο σπίτι μας. Είναι εντελώς δικό μας.

κατηγορηματικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Negó completamente haber conocido al hombre.

εντελώς, απολύτως, απόλυτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estábamos completamente colapsados por el número de solicitudes recibidas.
Ήμασταν εντελώς απροετοίμαστοι για τον αριθμό των αιτήσεων που λάβαμε.

εντελώς, απόλυτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Robert estaba completamente harto después de un día entero lidiando con adolescentes.
Ο Ρόμπερτ ήταν εντελώς μπουχτισμένος ύστερα από μια ημέρα ενασχόλησης με απείθαρχους εφήβους.

πλήρως, εξονυχιστικά

adjetivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los resultados del examen fueron completamente positivos.

απόλυτα, εντελώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los actuales dueños están arruinando completamente el club de fútbol.

οικτρά, παταγωδώς

(con insultos)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ese chico es completamente idiota.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ήταν πολύ κουρασμένη τη μέρα του αγώνα και απέτυχε παταγωδώς να καταρρίψει το δικό της ρεκόρ.

απόλυτα, απολύτως

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

απόλυτα, εντελώς

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estoy completamente de acuerdo contigo.

πλήρης

adverbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los cerezos están completamente en flor.

εντελώς, παντελώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Él entró completamente cubierto de lodo.
Ήρθε εντελώς (or: παντελώς) καλυμμένος από λάσπη.

εντελώς, τελείως

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me temo que nos hemos quedado completamente sin huevos.

κατευθείαν, κατ'ευθείαν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El coche se nos vino completamente encima.
Το αυτοκίνητο ήρθε κατευθείαν προς τα πάνω μας.

εντελώς, πλήρως, τελείως

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Él saldó completamente el préstamo en sólo tres años.

εντελώς, τελείως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estoy completamente arruinado. Necesito conseguir trabajo.

εντελώς, απολύτως, πλήρως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No estoy completamente seguro de si fue John quien me dijo eso o Steve.

τελείως, εντελώς

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es su cumpleaños y se me olvidó completamente.
Είναι τα γενέθλιά της και το ξέχασα τελείως.

εντελώς

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Unos pocos minutos después se metieron completamente en un banco de nubes y casi se pierden.

εντελώς, τελείως

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Qué? ¡Eso es completamente absurdo! No puedes cultivar plátanos en el desierto.

απόλυτα, εντελώς, τελείως

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εντελώς, τελείως, απολύτως

adverbio (εμφατικό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Él estaba completamente equivocado.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό που λες είναι μπιτ για μπιτ λάθος!

ολότελα

adverbio (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Esperaron hasta que él estuviera completamente fuera de su vista, y luego corrieron al establo.
Περίμεναν μέχρι να εξαφανιστεί τελείως και μετά έτρεξαν στον στάβλο. Η πόρτα βγήκε τελείως από τους μεντεσέδες της.

εντελώς, τελείως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El hombre estaba totalmente ciego, no veía nada.

απόλυτα, απολύτως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tras revolcarse en el lodo, el perro estaba totalmente sucio.
Αφού κυλίστηκε στη λάσπη, ο σκύλος ήταν εντελώς βρώμικος.

απερίφραστα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El político criticó rotundamente la oposición a su propuesta.

εντελώς, τελείως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La exposición es totalmente inaceptable.
Η παρουσίαση είναι εντελώς απαράδεκτη.

εντελώς, απόλυτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estamos perfectamente felices aquí sentados.
Είμαστε εντελώς (or: απόλυτα) ευχαριστημένοι που καθόμαστε εδώ.

εντελώς

(αργκό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vamos a estar absolutamente fregados si no terminamos el informe a tiempo.

απολύτως, εντελώς, τελείως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sara es muy capaz de hacer el trabajo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Σάρα είναι απολύτως ικανή να κάνει αυτή τη δουλειά.

απίστευτα, εξωφρενικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El inspector se pasó toda la noche buscando pistas y ahora estaba mortalmente cansado.

άκρως, εντελώς, απολύτως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Trabajó el tres películas totalmente serias antes de hacer esta comedia.

πλήρως, εντελώς, ολοκληρωτικά

(coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πλήρως, τελείως, εντελώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tony llevó el camión al vertedero cuando estaba totalmente lleno.
Ο Τόνυ πήγε το φορτηγό στη χωματερή όταν ήταν εντελώς γεμάτο.

εντελώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Su comportamiento fue totalmente maleducado.

τελείως, απολύτως, εντελώς, ολότελα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
De plano robarle la bolsa a la anciana estuvo mal.
Η κλοπή της τσάντας της γηραιάς κυρίας ήταν εντελώς λάθος.

εντελώς, τελείως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tengo que limpiar la casa de arriba abajo.
Πρέπει να καθαρίσω εντελώς το σπίτι.

εντελώς, τελείως, παντελώς, πλήρως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cruzar el Sahara a pie sin agua es toda una locura.

πλήρως σχηματισμένος

(formado)

μόνος, μοναχός, μονάχος, ολομόναχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alejó a su familia y amigos, y se quedó completamente sola.

εντελώς παγωμένος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
El lago estaba completamente congelado, así que era seguro patinar en él.

πληρωμένος, εξοφλημένος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El coche está completamente pagado.

απόλυτα αφοσιωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εντελώς ξύπνιος

Usualmente, después de mi café matutino estoy completamente despierta. El ruido afuera lo mantuvo totalmente despierto toda la noche.
Μετά τον πρωινό μου καφέ είμαι συνήθως εντελώς ξύπνιος.

πλήρως εξοπλισμένος

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los departamentos están completamente equipados y cuentan con servicio de mucama.

ακίνητος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει πλήρη συναίσθηση

locución adjetiva (enterado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απόλυτα στεγνός, εντελώς ξερός

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ολόγυμνος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ολόισιος

(coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαφωνώ κατηγορηματικά

περικυκλωμένος απ' όλες τις πλευρές

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

Και πολύ καλά κάνεις!

locución interjectiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έτοιμος για χρήση

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
El constructor firmó un contrato llave en mano, es decir, entregaría la propiedad con todo el equipamiento y accesorios necesarios.

εντελώς λάθος

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Esa es otra creencia popular completamente errónea.

πλήρως ανεπτυγμένος

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κανονικός

locución adjetiva (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εθίζομαι σε κτ

locución verbal

Está completamente enganchado al nuevo videojuego.

καλύπτω πλήρως

(με ύφασμα, ταπετσαρία)

τεντωμένος, απλωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ahí estaba, completamente echada en el sillón.
Εκεί ήταν, ξαπλωμένη φαρδιά πλατιά στον καναπέ.

θεόκουφος

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του completamente στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του completamente

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.