Τι σημαίνει το pelota στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pelota στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pelota στο ισπανικά.

Η λέξη pelota στο ισπανικά σημαίνει μπάλα, μπάλα, μπάλα, που ξεγελά, που εξαπατά, που παρασύρει, γλείψιμο, χαμερπής, δουλικός, κόλακας, μπάλα, πελότα, δουλοπρεπής, χαμερπής, δουλικός, κόλακας, μπάλα φούτμπολ, μπάλα, κόλακας, γλείφτης, κουβάρι κλωστής, τέλος, ξεθεωμένος, κατάκοπος, τσίτσιδος, ολόγυμνος, που γαμήθηκε, σε κατάθλιψη, στις μαύρες, ντάμπλινγκ, dumpling, μπάλα στο έδαφος, μπάλα θαλάσσης, παιχνίδι που παίζεται με μπάλα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μπαλάκι του γκολφ, ιατρική μπάλα, μπαλάκι του τένις, επανεκκίνηση με χτύπημα για πάσα, λαστιχένια μπάλα, αντιστρέφω τους όρους, γλείφω, κάνω κτ μπαλάκι, παίζω με τη μπάλα, γλείφω, μπάλα του μπέιζμπολ, μπάλα του baseball, σακουλάκι - παιχνίδι, γεμισμένο με ξερά φασόλια ή άλλο υλικό παρόμοιου σχήματος, τελεία και παύλα, μπάλα του βόλεϊ, παίζω με τη μπάλα με κπ, είμαι γλύφτης, κωλογλύφτης, κόλακας, που φιλάει κατουρημένες ποδιές, γλύφω, ρίχνω, λάκτισμα της μπάλας ώστε να παραμείνει πηδώντας χαμηλά στο έδαφος, γλείφω, δεν πιάνω καλά, γλείφω, σταματώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pelota

μπάλα

nombre femenino (pequeña)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lánzame la pelota.
Πέτα μου το μπαλάκι.

μπάλα

(grande)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El jugador de fútbol controló muy bein el balón.
Ο ποδοσφαιριστής κοντρολάρισε φανταστικά την μπάλα.

μπάλα

(AmL) (μόνο για ποδόσφαιρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¡Que empiece el juego! ¡Deberíamos haber empezado hace diez minutos!

που ξεγελά, που εξαπατά, που παρασύρει

(ES, coloquial)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γλείψιμο

nombre común en cuanto al género (coloquial) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαμερπής, δουλικός, κόλακας

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ya está el pelota de Alfonso en el despacho del director.

μπάλα

(de fútbol)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pateó la pelota y metió un gol.
Κλώτσησε την μπάλα στα δίχτυα.

πελότα

(deporte) (παιχνίδι των Βάσκων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δουλοπρεπής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El mayordomo me dio una sonrisa halagadora.

χαμερπής, δουλικός, κόλακας

(vulgar)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Solo lo ascendieron porque es un lameculos.

μπάλα φούτμπολ

(fútbol americano)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi padre y yo solíamos lanzarnos el balón en el patio de la casa.

μπάλα

(de rugby)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le arrojó el balón a su amigo.
Πέταξε την μπάλα στο φίλο του.

κόλακας

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

γλείφτης

(coloquial) (αργκό, μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Qué alcahuete (or: alcagüete), siempre chupándole el culo al jefe para que le dé un aumento.
Τι κόλακας! Πάντα γλείφει το αφεντικό του, ελπίζοντας να πάρει προαγωγή.

κουβάρι κλωστής

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Es difícil tejer si la gata sigue jugando con el ovillo.

τέλος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξεθεωμένος, κατάκοπος

locución adjetiva (AR, coloquial) (αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hoy trabajé 12 horas y estoy hecho bolsa.
Δούλεψα 12 ώρες σήμερα και είμαι ξεθεωμένος.

τσίτσιδος, ολόγυμνος

(coloquial) (αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Me quedé impactado cuando vi que todos en la playa estaban en cueros.

που γαμήθηκε

locución adjetiva (AR, vulgar) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Le presté mi bicicleta y cuando me la devolvió estaba hecha pelota.
Της δάνεισα το ποδήλατό μου και όταν μου το επέστρεψε ήταν εντελώς χαλασμένο.

σε κατάθλιψη, στις μαύρες

(figurado, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ha estado hecho polvo todo el día porque su equipo de fútbol perdió ayer.

ντάμπλινγκ, dumpling

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Andy le agregó algunas bolas de masa hervida a la sopa.
Ο Άντυ πρόσθεσε μερικά ντάμπλινγκ στη σούπα για να την κάνει πιο χορταστικό γεύμα.

μπάλα στο έδαφος

(béisbol) (μπέιζμπολ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπάλα θαλάσσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Los chicos estaban jugando entre las olas con su nueva pelota de playa.

παιχνίδι που παίζεται με μπάλα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
No se permiten juegos de pelota en este parque.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

μπαλάκι του γκολφ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ιατρική μπάλα

locución nominal femenina (γυμναστική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El fisioterapeuta le hizo usar una pelota medicinal para fortalecer su abdomen.

μπαλάκι του τένις

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La pelota de tenis rodó casi hasta el borde de la cancha.

επανεκκίνηση με χτύπημα για πάσα

locución nominal femenina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El árbitró volvió a empezar el partido con una pelota parada.

λαστιχένια μπάλα

αντιστρέφω τους όρους

locución verbal (ES, figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mira, si te ha jugado una mala pasada, deberías devolverle la pelota.

γλείφω

(καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κτ μπαλάκι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Marilyn hizo un bollo con el pedazo de papel y lo tiró al tacho de basura.
Η Μέρλιν έκανε μπαλάκι το χαρτί και το πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων.

παίζω με τη μπάλα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Jugamos a la pelota en el parque?
Θες να παίξουμε με τη μπάλα στο πάρκο;

γλείφω

locución verbal (ES) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπάλα του μπέιζμπολ, μπάλα του baseball

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
De repente una pelota de béisbol rompió la ventana salpicando el suelo de fragmentos de cristal.
Μια μπάλα του μπέιζμπολ ξαφνικά πέρασε μέσα χρυπώντας στο παράθυρο και σκόρπισε κομμάτια γυαλί σε όλο το πάτωμα.

σακουλάκι - παιχνίδι, γεμισμένο με ξερά φασόλια ή άλλο υλικό παρόμοιου σχήματος

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τελεία και παύλα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡No lo haremos! ¡Punto final!
Δεν θα το κάνουμε. Τελεία και παύλα!

μπάλα του βόλεϊ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Intenta lanzar la pelota de vóleibol por encima de la red con tus antebrazos.

παίζω με τη μπάλα με κπ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι γλύφτης, κωλογλύφτης, κόλακας, που φιλάει κατουρημένες ποδιές, γλύφω

locución verbal (ES, coloquial)

Conseguiste ese aumento porque le hiciste la pelota a la jefa.
Πήρες αυτή την προαγωγή γιατί έγλυψες το αφεντικό.

ρίχνω

(AR, coloquial) (μεταφορικά: ψυχολογικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Αν συνεχίσεις να κατακρίνεις τον Μίχαελ, θα τον ρίξεις.

λάκτισμα της μπάλας ώστε να παραμείνει πηδώντας χαμηλά στο έδαφος

locución nominal femenina (ράγκμπι)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γλείφω

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

El hombre adula a su jefe porque quiere un aumento.
Ο τύπος γλείφει το αφεντικό του, επειδή θέλει αύξηση.

δεν πιάνω καλά

(coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γλείφω

locución verbal (figurado, coloquial) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No soporto a Kate, siempre está haciendo la pelota en el trabajo.

σταματώ

expresión (deportes) (σπορ: σταματώ τη μπάλα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jugador de squash mató la pelota con un golpe.
Ο παίκτης του σκουός διέκοψε την πορεία της μπάλας με ένα τσίμπημα.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pelota στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του pelota

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.