Τι σημαίνει το complicado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης complicado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του complicado στο ισπανικά.

Η λέξη complicado στο ισπανικά σημαίνει σύνθετος, πολυσύνθετος, πολύπλοκος, περίπλοκος, πολύπλοκος, δύσκολος, πολύπλοκος, περίπλοκος, περίπλοκος, δύσκολος, απαιτητικός, ζορισμένος, πιεσμένος, περίπλοκος, δύσκολος, περίπλοκος, μπερδεμένος, πολύπλοκος, μπλεγμένος, λαβυρινθώδης, πολύπλοκος, περίπλοκος, πολύπλοκος, κακοτυχία, δύσκολος, μπερδεμένος, προβληματικός, σχολαστικός, λεπτολόγος, περίπλοκος, που παρεμποδίζεται, εξεζητημένος, δύσκολος, μπερδεμένος, μπλεγμένος, περίπλοκος, δύσκολος, ζόρικος, δύσκολος, δύσκολος, ζόρικος, πολύπλοκος, περίπλοκος, δύσκολος, αδιέξοδος, τελματώδης, περίτεχνος, πολύπλοκος, δύσκολος, υπερβολικός, παλούκι, μανίκι, κάνω κτ πιο δύσκολο, περιπλέκω, δυσκολεύω, παγιδεύω, μπερδεύω, περιπλέκω, επιδεινώνω, εκτραχύνω, δεν καταλαβαίνω κτ, δυσκολότερος, δυσχερέστερος, σπαζοκεφαλιά, δυσκολεύομαι να κάνω κάτι, ζορίζομαι να κάνω κάτι, περιπλέκω κτ για κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης complicado

σύνθετος, πολυσύνθετος, πολύπλοκος, περίπλοκος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este problema es muy complicado.
Αυτό το πρόβλημα είναι πολύ σύνθετο.

πολύπλοκος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta película es muy complicada, no entiendo qué está pasando.
Ουάου, αυτή η ταινία είναι πολύπλοκη. Τι γίνεταιι;

δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hacer masa madre es complicado al principio, pero fácil una vez que le agarras la mano.
Το να φτιάξεις ψωμί με προζύμι είναι δύσκολο στην αρχή, αλλά εύκολο μόλις πάρεις το κολάι.

πολύπλοκος, περίπλοκος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu argumento es demasiado complicado de seguir.
Το επιχείρημά σου είναι υπερβολικά πολύπλοκο (or: περίπλοκο) για να το καταλάβουν οι άλλοι.

περίπλοκος, δύσκολος, απαιτητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ζορισμένος, πιεσμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sabía que si le pedía que se justificara iba a estar complicado.

περίπλοκος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi sobrino está entrando a esa etapa complicada de la adolescencia.
Ο ανιψιός μου μπαίνει στη δύσκολη φάση της εφηβείας.

περίπλοκος, μπερδεμένος, πολύπλοκος, μπλεγμένος, λαβυρινθώδης

adjetivo (μεταφορικά, ο δαιδαλώδης)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Solicitar la nacionalidad es un proceso complicado en este país.

πολύπλοκος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El técnico estaba trabajando en un sistema de iluminación complicado.

περίπλοκος, πολύπλοκος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κακοτυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Éste es un proyecto complicado.

μπερδεμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Como el libro de texto era confuso, muchos alumnos suspendieron el examen.
Επειδή το σχολικό βιβλίο είναι δυσνόητο, πολλοί μαθητές απέτυχαν στο διαγώνισμα.

προβληματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La cita es problemática porque tengo un compromiso previo.

σχολαστικός, λεπτολόγος

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Max es un quisquilloso con la comida.

περίπλοκος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που παρεμποδίζεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξεζητημένος

(algo)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El ensayo parecía demasiado complejo para un estudiante universitario, por lo que el profesor sospechó que se trataba de plagio.
Το δοκίμιο φαινόταν υπερβολικά εξεζητημένο για έναν προπτυχιακό φοιτητή και ο καθηγητής υποπτεύθηκε λογοκλοπή.

δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las cosas están difíciles en el trabajo, las ganancias son bajas y puede haber algunos despidos.
Τα πράγματα στη δουλειά είναι ζόρικα αυτή τη στιγμή· τα κέρδη έχουν μειωθεί και μπορεί να υπάρξουν κάποιες απολύσεις.

μπερδεμένος, μπλεγμένος

(καθομιλουμένη, μτφ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Será difícil resolver este espinoso problema.

περίπλοκος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El jefe puede ser difícil, pero es buena persona una vez que lo conoces.
Το αφεντικό μπορεί να είναι ζόρικο, αλλά είναι εντάξει όταν τον γνωρίσεις.

ζόρικος

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Karen acaba de tener una separación liosa se mudó a lo de su madre.
Η Κάρεν πέρασε μόλις έναν δύσκολο χωρισμό και έτσι μετακόμισε στο σπίτι της μητέρας της.

δύσκολος

(έμφαση στον κόπο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nuestro intento de mover el pesado sofá nos llevó a un delicado trayecto por la escalera.
Η προσπάθειά μας να μετακινήσουμε το βαρύ καναπέ κατέληξε σε ένα δύσκολο κατέβασμα από τις σκάλες.

δύσκολος, ζόρικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El ascenso se volvió un poco difícil cuando el pie de Gary resbaló mientras intentaba alcanzar otro agarradero.

πολύπλοκος, περίπλοκος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El rompecabezas era complejo, y llevó horas resolverlo.

δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El marido de Karen podía ser difícil; tenía unos estándares muy altos y esperaba que todo el mundo se adhiriera a ellos.
Ο άντρας της Κάρεν ήταν δύσκολος χαρακτήρας. Είχε υψηλές προσδοκίες και ανέμενε από όλους να ανταπεξέλθουν σε αυτές.

αδιέξοδος, τελματώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Neil estaba en una posición difícil cuando su mujer encontró mensajes de texto de otra mujer en su teléfono.

περίτεχνος

(θετική σημασία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El papel pintado estaba cubierto por intrincados diseños.

πολύπλοκος, δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Conseguir un permiso de construcción es a menudo un proceso engorroso.
Το να πάρεις οικοδομική άδεια είναι πολύπλοκη διαδικασία μερικές φορές.

υπερβολικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las instrucciones de ensamblaje son bastante complicadas y no logro entenderlas.

παλούκι, μανίκι

(educación) (αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No tomes Economía con el Sr. Smith: ¡es una clase difícil!

κάνω κτ πιο δύσκολο

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las superficies abarrotadas de cosas complican la limpieza.

περιπλέκω, δυσκολεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El hecho de que su novia siga casada con otro hombre complica la situación.

παγιδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπερδεύω, περιπλέκω

(un tema)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hazlo simple, estás confundiendo el problema con información extra.

επιδεινώνω, εκτραχύνω

(χειροτερεύω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El tiempo está complicando los esfuerzos por rescatar a los animales.

δεν καταλαβαίνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Todo este tema de la economía me sobrepasa.

δυσκολότερος, δυσχερέστερος

locución adjetiva (comparativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las matemáticas me resultan más difíciles que los idiomas.

σπαζοκεφαλιά

locución verbal (ES) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δυσκολεύομαι να κάνω κάτι, ζορίζομαι να κάνω κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me sería complicado decirte la capital de Azerbaijan si me preguntaras.
Αν με ρωτήσεις ποια είναι η πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν θα ζοριστώ πολύ να σου απαντήσω.

περιπλέκω κτ για κπ

La nieve va a complicarle las entregas al repartidor de leche.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του complicado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του complicado

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.