Τι σημαίνει το sí στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sí στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sí στο ισπανικά.

Η λέξη στο ισπανικά σημαίνει αν, εάν, άμα, εφόσον, αν, εάν, ναι, αν, εάν, άμα, εφόσον, αν, εάν, ναι, αν, εάν, αφού, σι, αν, εάν, εμπρός, ναι, ναι, -, αχ και, αχ και..., ναι, ναι, ναι, σι, θετική απάντηση, έτσι, σίγουρα, εάν είναι, όπου είναι, όταν είναι, ναι, αμέ, αν, εάν, ναι μεν, αλλά, φύγε από εδώ, Δέχομαι., δέχομαι, Ναι, παρακαλώ, μικρέ, νεαρέ, Σώπα!, Άσε ρε!, Άντε ρε!, Έλα!, Μπράβο!, Μάλιστα!, αν και εφόσον, οκέι, ανεξαρτήτως, αν και, δεν είναι;, αυτολύπηση, αυτόματος, ανεξάρτητα, αυτόνομα, κι ό,τι τύχει, κι ό,τι κάτσει, αν και, αυτοανάλυση, αυτοαξιολόγηση, τον εαυτό του, τον εαυτό τους, εαυτός, τον εαυτό του, τα βγάζω πέρα μόνος μου, καταπνίγω, καταπιέζω, καταπίνω, πότε άλλοτε, ατομικά, προσωπικά, ακριβώς, ω, ναι!, α, ναι!, αυτοπειθαρχία, αυτοσυγκράτηση, τρελαίνομαι, τον εαυτό του, ίδιος, προσποιούμαι ότι/πως, παριστάνω ότι/πως,, δέχομαι, αποδέχομαι, βρίσκω τον εαυτό μου, απλώνω, εννοείται!, άσχημη ψυχολογική κατάσταση, ε, παντρεύομαι, εν τοιαύτη περιπτώσει, αν χρειαστεί, καθαυτού, καθαυτό, τι θα έλεγες να, τρελαίνομαι, σίγουρος, που επαναπαύεται, -, που έχει φρικάρει, που έχει αυτοπεποίθηση, που έχει αυτοπεποίθηση, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, που έχει αυτεπίγνωση, που έχει αυτοεπίγνωση, ήρεμος, χαλαρός, εσωστρεφής, αν δεν, χωρίς, δίχως, ως εκ τούτου, καθημερινά, κάθε μέρα, για μένα, και αν, αν χρειαστεί, αν θέλεις, στην ανάγκη, από μόνος μου, από μόνο του, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, επιπλέον. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sí

αν, εάν, άμα, εφόσον

conjunción (σε περίπτωση που)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Si esa premisa es verdadera, entonces tendremos que aceptar la conclusión.
Αν αυτή η δήλωση είναι ακριβής, τότε πρέπει να αποδεχτούμε το συμπέρασμα.

αν, εάν

conjunción

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
No estamos seguros si lloverá.
Δεν είμαστε σίγουροι ότι θα βρέξει.

ναι

adverbio (κατάφαση)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Te casarás conmigo? -¡Sí!
Θα με παντρευτείς; Ναι!

αν, εάν, άμα, εφόσον

conjunción (με την προϋπόθεση ότι)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Sólo compraré el coche si antes le arreglan los frenos.
Θα αγοράσω το αυτοκίνητο μόνο αν φτιάξουν πρώτα τα φρένα.

αν, εάν

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
El plan funcionará si conseguimos financiación suficiente.
Το σχέδιο θα πετύχει μόνο εάν λάβουμε επαρκή χρηματοδότηση.

ναι

adverbio (enfático)

-"¿Seguro que vas a llevar eso en público?". -"¡Sí!".
«Αυτό δεν θα το φορέσεις έξω, ε;» «Ναι!»

αν, εάν, αφού

conjunción (αν υποθέσουμε ότι)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Si eres tan buen conductor, ¿cómo explicas el accidente del año pasado?
Αν είσαι τόσο καλός οδηγός, πώς εξηγείς το ατύχημα που είχες πέρσι;

σι

(Música)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Esta canción se canta en clave de si.
Αυτό το τραγούδι τραγουδιέται στο πλήκτρο του σι.

αν, εάν

conjunción

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
¿Sabes si viene a la fiesta?
Ξέρεις αν θα έρθει στο πάρτι;

εμπρός

adverbio

¿Sí? ¿Quién es?
Εμπρός, ποιος είναι;

ναι

interjección

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Sí! ¡Marcamos!
Ναι! Σκοράραμε!

ναι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Respondió un seguro "sí" a su pregunta.
Απάντησε στην ερώτηση με ένα εμφατικό «ναι».

-

(enfático) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
¡Yo sí te amo, honestamente!
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Να έρθεις σίγουρα να μας κάνεις επίσκεψη! Σε αγαπάω, αλήθεια λέω!

αχ και

conjunción

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Si lo hubiera sabido!
Μακάρι να το ήξερα!

αχ και...

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Si solo tuviera un millón de dólares!
Μακάρι να είχα ένα εκατομμύριο δολάρια!

ναι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"¿Vas a ir al concierto?" "¡Sí!".

ναι

interjección

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ναι

adverbio

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σι

nombre masculino (nota musical) (νότα)

θετική απάντηση

nombre masculino

En el plebiscito el sí ganó por un 40%.

έτσι

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿A él le gusta ella? Creo que sí.
Του αρέσει; Μάλλον ναι.

σίγουρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hoy sí que va a ser un día caluroso.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σίγουρα κάνει ζέστη σήμερα.

εάν είναι, όπου είναι, όταν είναι

ναι, αμέ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αν, εάν

conjunción

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Si tienen alguna duda, por favor no duden en ponerse en contacto.
Αν έχετε άλλες ερωτήσεις, μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου.

ναι μεν, αλλά

expresión (ES, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sí, vale, pero todavía no explica por qué no terminaste el trabajo.

φύγε από εδώ

(irónico)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Sí, cómo no, ¡me estás cargando!

Δέχομαι.

locución interjectiva

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δέχομαι

(matrimonio) (σε γάμο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Abigail Smith, ¿aceptas amar a este hombre y ser fiel? Sí, acepto.
«Άμπιγκεϊλ Σμιθ, δέχεσαι ν' αγαπάς αυτόν τον άντρα και να του είσαι πιστή;» «Δέχομαι.»

Ναι, παρακαλώ

locución interjectiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
—¿Quieres que te ayude? —Sí, por favor.

μικρέ, νεαρέ

locución interjectiva (προσφώνηση, αποδοκιμασία)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Σώπα!, Άσε ρε!, Άντε ρε!, Έλα!

(καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Μπράβο!

locución interjectiva

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Los miembros del Parlamento gritaron: ¡sí, señor!

Μάλιστα!

expresión

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αν και εφόσον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οκέι

(καθομιλουμένη)

ανεξαρτήτως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Todas las personas, ya sean ricas o pobres, pueden verse afectadas por un desastre natural.

αν και

conjunción

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Es una noticia deprimente, si bien era predecible.

δεν είναι;

(για επιβεβαίωση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Este libro es tuyo, ¿no?

αυτολύπηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτόματος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανεξάρτητα, αυτόνομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Μπορεί να σταθεί χωρίς βοήθεια, αλλά χρειάζεται βοήθεια για να περπατήσει.

κι ό,τι τύχει, κι ό,τι κάτσει

(financiero) (καθομιλουμένη)

αν και

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Las flores son hermosas aunque no son apropiadas para este evento.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Φέρθηκε αντιεπαγγελματικά. Παρ' όλ' αυτά συνέχισε να έχει πελάτες.

αυτοανάλυση, αυτοαξιολόγηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τον εαυτό του

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Se bañó en la tina.

τον εαυτό τους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se sirvieron del buffet.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτοτραυματίστηκαν στην προσπάθειά τους να διαφύγουν τη σύλληψη.

εαυτός

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Tropezó y se lastimó.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Στα τελευταία στάδια της αρρώστιας της κατέληξε να μιλάει στον εαυτό της.

τον εαυτό του

(αυτοπαθές)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
El gato se limpia todos los días.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο τύπος δεν μπορεί να αυτολογοκριθεί.

τα βγάζω πέρα μόνος μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Julian se independizó a los 18 y se las arregló.

καταπνίγω, καταπιέζω, καταπίνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No te reprimas, y llora cuanto quieras.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν είναι συναισθηματικά και σωματικά υγιές το να καταπνίγει κανείς τα αισθήματά του.

πότε άλλοτε

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Αν όχι τώρα, πότε άλλοτε;

ατομικά, προσωπικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si la casa se considera individualmente, es una buena inversión.

ακριβώς

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"¿Dices que si golpeo mis tobillos tres veces volveré a casa automáticamente?" "¡Exacto!".

ω, ναι!, α, ναι!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Sí! ¡Eso servirá!

αυτοπειθαρχία, αυτοσυγκράτηση

(μόνο ενικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Wendy demostró una gran autodisciplina al resistirse a ese pastel de chocolate.
Η Γουέντυ αντιστάθηκε σ' αυτό το σοκολατένιο κέικ επιδεικνύοντας μεγάλη αυτοσυγκράτηση.

τρελαίνομαι

(coloquial) (μεταφορικά: από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi madre estaba sacada cuando no la llamé.

τον εαυτό του

(άντρας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nadie puede considerarse perfecto.

ίδιος

(enfático)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Mi madre misma fue la que me lo dijo.
Από τη μητέρα μου το έμαθα, η ίδια μου το είπε.

προσποιούμαι ότι/πως, παριστάνω ότι/πως,

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δέχομαι, αποδέχομαι

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρίσκω τον εαυτό μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Voy a tomarme un año libre para viajar por el mundo y encontrarme.

απλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los zapatos calzarán bien cuando se hayan amoldado a la forma del pie.
Τα παπούτσια θα εφαρμόζουν καλά, μόλις ανοίξουν.

εννοείται!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Claro que me encantaría ir una noche al karaoke!
Εννοείται! Θα χαρώ πολύ να έρθω για μια βραδιά καραόκε!

άσχημη ψυχολογική κατάσταση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
¡Polly estaba en un estado terrible después del accidente!

ε

(general)

Ella es una muchacha absolutamente adorable, ¿verdad?
Είναι αξιαγάπητο κορίτσι, ε;

παντρεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tom y Rachel se casaron en la iglesia anoche.

εν τοιαύτη περιπτώσει

(λογοτεχνικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No creo que te haya mentido, pero de ser así, no deberías volver a confiar en él.

αν χρειαστεί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Llegado el caso, contrataré un auto para que te lleve al aeropuerto.

καθαυτού, καθαυτό

(voz latina)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No es el mejor trabajo del mundo per se, pero tiene muchas ventajas.

τι θα έλεγες να

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Qué tal si vamos al cine esta noche?
Τι θα έλεγες να πηγαίναμε σινεμά απόψε;

τρελαίνομαι

locución adjetiva (alterado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi madre estaba fuera de sí porque no la había llamado.

σίγουρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La actitud llena de confianza del líder tranquilizó a la gente.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο σίγουρος τρόπος του αρχηγού καθησύχασε τον κόσμο.

που επαναπαύεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No debemos estar satisfechos con nosotros mismos sólo por esta modesta subida del empleo.

-

locución preposicional (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Uno da lo mejor de sí mismo.
Ο καθένας κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί.

που έχει φρικάρει

locución adjetiva (αργκό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estaba completamente fuera de sí cuando vio el desorden que habían hecho los ladrones.
Φρίκαρε τελείως όταν είδε το χαμό που άφησαν πίσω τους οι διαρρήκτες.

που έχει αυτοπεποίθηση

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει αυτοπεποίθηση

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Janice no está segura de sí misma como para pedir un aumento.

μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που έχει αυτεπίγνωση, που έχει αυτοεπίγνωση

locución adjetiva (πιο επιστημονικός όρος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ήρεμος, χαλαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εσωστρεφής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αν δεν

locución adverbial (coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si no asaltamos la caja de galletas, no tendremos nada para picar.
Αν δεν κάνουμε επιδρομή στο κουτί με τα μπισκότα δεν θα φάμε σνακ.

χωρίς, δίχως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nunca hubiéramos ganado si no hubiera sido por tu ayuda.

ως εκ τούτου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por definición, la familia en Suecia es extremadamente importante, y los derechos de los niños están bien protegidos.
Η οικογένεια στη Σουηδία είναι ιδιαιτέρως σημαντική και ως εκ τούτου δικαιώματα των παιδιών προστατεύονται πολύ καλά.

καθημερινά, κάθε μέρα

expresión (fam)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me pone enferma tener que hacer lo mismo un día sí y otro también.

για μένα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lola usa maquillaje para sí misma, no para impresionar a nadie.

και αν

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puede que haya uno o dos, si acaso.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σε αυτό το τμήμα της χώρας χιονίζει μόνο λίγες ημέρες το χρόνο, και αν.

αν χρειαστεί

expresión

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si hace falta, me quedaré aquí toda la noche.

αν θέλεις

(tuteo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Podemos posponer la reunión para otro momento si así lo quieres. Tú decides.

στην ανάγκη

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Si no hay más remedio, podemos meter una persona más en el auto.

από μόνος μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El museo de Guggenheim en sí mismo es una razón para visitar Bilbao.
Το μουσείο Γκούγκενχαϊμ αυτό καθεαυτό αποτελεί από λόγο να επισκεφθεί κανείς το Μπιλμπάο.

από μόνο του

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La moradura se marchará por sí misma.
Η μελανιά θα φύγει από μόνη της.

μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Es tan aburrido hacer lo mismo un día sí y el otro también.

επιπλέον

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sé que a ella no le gusta su música, y si vamos al caso, ¡a mí tampoco!
Ξέρω ότι δεν της αρέσει η μουσική του. Επιπλέον, ούτε κι εμένα μ' αρέσει.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του sí

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.