Τι σημαίνει το difícil στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης difícil στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του difícil στο ισπανικά.

Η λέξη difícil στο ισπανικά σημαίνει δύσκολος, δύσκολος, δύσκολος, δύσκολος, δύσκολος, δύσκολο κομμάτι, δύσκολος, δύσκολος, επίμονος, δύσκολος, σκληρός, δύσκολος, δύσκολος, δύσκολος, δύσκολος, ζόρικος, δύσκολος, αδιέξοδος, τελματώδης, πολύπλοκος, περίπλοκος, επίπονος, κουραστικός, κοπιαστικός, δύσκολος, απαιτητικός, επίπονος, δυσνόητος, περίπλοκος, δύσκολος, απαιτητικός, δύσκολος, επώδυνος, οδυνηρός, σκληρός, δύσκολος, δυσνόητος, δύσκολος, ανήθικος, πολύπλοκος, δύσκολος, κόλαση, που δεν γίνεται εύκολα αποδεκτός, ευέξαπτος, ευερέθιστος, τα βρίσκω σκούρα κάνοντας κτ, άβολος, δύσκολος, δύσκολος στη μετακίνηση, απίστευτος, που ικανοποιείται δύσκολα, ακατανόητος, παντού, δυσεύρετος, δύσκολος να υπολογιστεί, δεν μπορώ να πω με σιγουριά, δυσεύρετος, στο έλεος κπ, σπαζοκεφαλιά, δύσκολη ζωή, δύσκολη φάση, δύσκολη δουλειά, δύσκολη υπόθεση, δύσκολη περίπτωση, δύσκολη εμπειρία, δύσκολη εποχή, δύσκολη περίοδος, προβληματικό παιδί, σκληρός, είμαι μπελάς, περνάω δυσκολίες, την έχω άσχημα, την πατάω, τρώω πακέτο, κάνω κτ πιο δύσκολο, είμαι από τους καλύτερους, είμαι βαθιά ριζωμένος, δυσεύρετος, που δεν μου κάνει, δύσκολο προϊόν, δύσκολη δουλειά, δύσκολο καθήκον, δύσκολη απόφαση, ελίσσομαι, δυσκολεύομαι να κάνω κάτι, ζορίζομαι να κάνω κάτι, το ζόρικο κομμάτι, το δύσκολο κομμάτι, δύσκολος, ζόρικος, αργό περπάτημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης difícil

δύσκολος

adjetivo de una sola terminación (όχι εύκολος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es difícil equilibrar una pelota sobre la cabeza.
Είναι δύσκολο να ισορροπήσεις μια μπάλα στο κεφάλι σου.

δύσκολος

adjetivo de una sola terminación (μη συνεργάσιμος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bob se está poniendo difícil respecto al tema y se rehúsa a cambiar de idea.
Ο Μπομπ κάνει τον δύσκολο σ' αυτό το θέμα και αρνείται να αλλάξει γνώμη.

δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Éste es un proyecto complicado.

δύσκολος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es difícil criar un niño en estos días.

δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estos son tiempos difíciles para un equipo que acaba de perder a su entrenador y a sus mejores jugadores. A la gente le preocupa la capacidad del nuevo gobierno para enfrentarse a situaciones difíciles.
Αυτές είναι δύσκολες στιγμές για μια ομάδα που μόλις έχασε τον προπονητή και τον καλύτερό της παίκτη.

δύσκολο κομμάτι

nombre masculino

Lo difícil es recaudar dinero suficiente para el proyecto.

δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las cosas están difíciles en el trabajo, las ganancias son bajas y puede haber algunos despidos.
Τα πράγματα στη δουλειά είναι ζόρικα αυτή τη στιγμή· τα κέρδη έχουν μειωθεί και μπορεί να υπάρξουν κάποιες απολύσεις.

δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El jefe puede ser difícil, pero es buena persona una vez que lo conoces.
Το αφεντικό μπορεί να είναι ζόρικο, αλλά είναι εντάξει όταν τον γνωρίσεις.

επίμονος

adjetivo de una sola terminación (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta solución disuelve hasta las manchas más difíciles.
Αυτό το σπρέι θα απομακρύνει ακόμα και τους πιο επίμονους λεκέδες.

δύσκολος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El examen fue muy difícil.
Αυτό το διαγώνισμα ήταν πραγματικά δύσκολο!

σκληρός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El equipo local tuvo una competencia difícil cuando jugaron la liga.
Η τοπική ομάδα αντιμετώπισε σκληρό ανταγωνισμό, όταν έπαιξε με τους πρωταθλητές.

δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era una situación difícil, con ambos clientes allí al mismo tiempo.

δύσκολος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El mercado laboral está difícil en este momento, pero con suerte encontrarás algo.

δύσκολος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ella es una persona con la que es difícil trabajar.

δύσκολος, ζόρικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El ascenso se volvió un poco difícil cuando el pie de Gary resbaló mientras intentaba alcanzar otro agarradero.

δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El marido de Karen podía ser difícil; tenía unos estándares muy altos y esperaba que todo el mundo se adhiriera a ellos.
Ο άντρας της Κάρεν ήταν δύσκολος χαρακτήρας. Είχε υψηλές προσδοκίες και ανέμενε από όλους να ανταπεξέλθουν σε αυτές.

αδιέξοδος, τελματώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Neil estaba en una posición difícil cuando su mujer encontró mensajes de texto de otra mujer en su teléfono.

πολύπλοκος, περίπλοκος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu argumento es demasiado complicado de seguir.
Το επιχείρημά σου είναι υπερβολικά πολύπλοκο (or: περίπλοκο) για να το καταλάβουν οι άλλοι.

επίπονος, κουραστικός, κοπιαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este proyecto ha resultado ser una tarea laboriosa.

δύσκολος, απαιτητικός, επίπονος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δυσνόητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

περίπλοκος, δύσκολος, απαιτητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi sobrino está entrando a esa etapa complicada de la adolescencia.
Ο ανιψιός μου μπαίνει στη δύσκολη φάση της εφηβείας.

επώδυνος, οδυνηρός

(emocional) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sé que esto es doloroso para ti, pero lo superarás.
Η σύζυγος του Άντριου τον είχε μόλις αφήσει. Ήταν μια δύσκολη περίοδος στη ζωή του. Καταλαβαίνω πως είναι οδυνηρό για σένα, αλλά θα το ξεπεράσεις.

σκληρός, δύσκολος

(condiciones)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alan vive una vida dura en el campo.
Ο Άλαν ζει μια δύσκολη (or: σκληρή) ζωή στην εξοχή.

δυσνόητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Viví tiempos duros en la universidad.
Το πανεπιστήμιο ήταν πολύ δύσκολη εποχή για μένα.

ανήθικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La madre de Roberto encontraba su comportamiento pésimo.

πολύπλοκος, δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Conseguir un permiso de construcción es a menudo un proceso engorroso.
Το να πάρεις οικοδομική άδεια είναι πολύπλοκη διαδικασία μερικές φορές.

κόλαση

(μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi familia tuvo un año de perros el año pasado.
Η οικογένειά μου πέρασε πολύ δύσκολα τον περασμένο χρόνο.

που δεν γίνεται εύκολα αποδεκτός

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ευέξαπτος, ευερέθιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τα βρίσκω σκούρα κάνοντας κτ

(αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Te va a costar convencerlo de que te dé un aumento.

άβολος, δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El viejo y pesado rifle era un arma difícil de manejar.

δύσκολος στη μετακίνηση

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απίστευτος

locución adjetiva (δύσκολα πιστευτός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es difícil de creer que esto fuera una vez campo abierto.
Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι όλο αυτό ήταν μόνο χωράφια κάποτε.

που ικανοποιείται δύσκολα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi jefe es muy difícil de complacer, por mucho que me esfuerce nunca se muestra conforme con mi trabajo.

ακατανόητος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sus motivos son difíciles de entender.

παντού

locución adjetiva (literal)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Esas publicidades son difíciles de evitar, las encuentras en todas las páginas de Internet.

δυσεύρετος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las primeras ediciones de este libro son muy difíciles de conseguir.

δύσκολος να υπολογιστεί

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Por ahora el monto de las pérdidas es difícil de estimar, disponemos de muy pocos datos.

δεν μπορώ να πω με σιγουριά

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es difícil decir quién ganará el mundial.

δυσεύρετος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στο έλεος κπ

locución adverbial

σπαζοκεφαλιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δύσκολη ζωή

nombre femenino

Se lleva una vida difícil trabajando en las minas de carbón.

δύσκολη φάση

Está pasando por una etapa difícil en este momento.

δύσκολη δουλειά, δύσκολη υπόθεση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ser buzo de aguas negras es un trabajo difícil, pero alguien tiene que hacerlo.

δύσκολη περίπτωση

(μεταφορικά)

Es una persona realmente difícil, nunca sabes como va a reaccionar.

δύσκολη εμπειρία

locución nominal femenina

δύσκολη εποχή, δύσκολη περίοδος

προβληματικό παιδί

σκληρός

locución nominal masculina (figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

είμαι μπελάς

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

περνάω δυσκολίες

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sé bueno con ella; está viviendo un momento realmente difícil.

την έχω άσχημα, την πατάω, τρώω πακέτο

locución verbal (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estos chicos la tienen difícil creciendo en estos barrios.

κάνω κτ πιο δύσκολο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las superficies abarrotadas de cosas hacen más difícil la limpieza.

είμαι από τους καλύτερους

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι βαθιά ριζωμένος

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δυσεύρετος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν μου κάνει

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El traje era muy difícil de combinar, así que lo devolvió a la tienda.
Το κουστούμι δεν του έκανε καθόλου καλά και το επέστρεψε στο κατάστημα.

δύσκολο προϊόν

locución adjetiva (cosa)

Va a ser una idea difícil de vender, la de convencer a los rebeldes de respaldar un plan para terminar con la guerra civil.

δύσκολη δουλειά, δύσκολο καθήκον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En esta recesión vamos a tener la difícil tarea de convencer al jefe para que gaste dinero en nuevas computadoras.

δύσκολη απόφαση

Fue una decisión difícil, pero lo declararon ganador.

ελίσσομαι

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Marco es difícil de agarrar en el campo, parece cerdo engrasado.

δυσκολεύομαι να κάνω κάτι, ζορίζομαι να κάνω κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me sería complicado decirte la capital de Azerbaijan si me preguntaras.
Αν με ρωτήσεις ποια είναι η πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν θα ζοριστώ πολύ να σου απαντήσω.

το ζόρικο κομμάτι, το δύσκολο κομμάτι

expresión

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Karen había terminado su examen final, lo que significaba que había pasado lo más duro.
Η Κάρεν είχε τελειώσει τις τελικές της εξετάσεις, που σήμαινε πως είχε περάσει το δύσκολο κομμάτι.

δύσκολος, ζόρικος

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mike fue difícil de convencer, pero eventualmente me lo gané.

αργό περπάτημα

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του difícil στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του difícil

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.