Τι σημαίνει το contrário στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης contrário στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contrário στο πορτογαλικά.
Η λέξη contrário στο πορτογαλικά σημαίνει αντίθετος, το αντίθετο, αντίθετος, αντίθετος, αντίθετος, διαμετρικά αντίθετος, αντίθετο, αντίστροφο, αντίθετος, αντίστροφος, αντίθετος, το αντίστροφο, το αντίθετο, αντίθετο, δυσμενής, αντίθετα με, αντίθετος με κτ, ιστορικά ατεκμηρίωτος, ιστορικά ανεπιβεβαίωτος, αναποδογυρισμένος, αλλιώς, διαφορετικά, παίρνω θέση ενάντια σε κπ/κτ, ανάποδος, ανάποδα, ακριβώς το αντίθετο, αντιθέτως, αντιθέτως, αντίθετα, το αντίθετο, απεναντίας, τουναντίον, εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, αν δεν αναφέρεται διαφορετικά, αντίθετος με, εκτός αυτού, πέρα απ'αυτό, αντίστροφα, μετωπικός άνεμος, αντίθετα, αντίθετα με, που είναι φάουλ, αλλά μάλλον, αλλά καλύτερα, ή, προς τα πίσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης contrário
αντίθετοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Os dois homens sempre parecem ter opiniões contrárias. Οι δυο άνδρες πάντα φαίνεται να έχουν αντίθετες απόψεις. |
το αντίθετοsubstantivo masculino (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Alguns acreditam que explicações científica destroem nossa contemplação da natureza, mas eu acho o contrário verdadeiro. Ορισμένοι πιστεύουν πως οι επιστημονικές εξηγήσεις μας αποτρέπουν από το να απολαμβάνουμε τη φύση, αλλά εγώ θεωρώ πως ισχύει το αντίθετο. |
αντίθετοςadjetivo (ponto de vista, posição) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντίθετοςadjetivo (opinião) (με κτ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντίθετος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Toda ação tem uma reação igual e contrária. Κάθε δράση έχει μια ίση και αντίθετη αντίδραση. |
διαμετρικά αντίθετοςadjetivo (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Έχουν πάρει διαμετρικά αντίθετες θέσεις στο θέμα της πρόνοιας. |
αντίθετο, αντίστροφοsubstantivo feminino Se eu acredito em alguma coisa, ela vai acreditar no contrário. Αν εγώ πιστεύω ένα πράγμα, αυτή θα πιστεύει το αντίθετο (or: αντίστροφο). |
αντίθετος, αντίστροφοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντίθετος(pessoa: que discorda) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
το αντίστροφο, το αντίθετοsubstantivo masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Você acredita que o sol gira em torno da Terra, ao passo que o contrário é verdadeiro. Πιστεύεις ότι ο ήλιος γυρίζει γύρω από τη γη, ενώ συμβαίνει το αντίστροφο (or: το αντίθετο). |
αντίθετοsubstantivo masculino O que quer que ele queira fazer, ela faz o contrário. Οτιδήποτε και να θέλει να κάνει εκείνος, αυτή κάνει το αντίθετο. |
δυσμενήςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντίθετα μεpreposição (antônimo de) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αντίθετος με κτlocução prepositiva (είμαι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ela deixou o trabalho porque a política da empresa sobre testes com animais era contrária às suas crenças. Άφησε τη δουλειά της γιατί η πολιτική της εταιρείας για τα πειράματα στα ζώα ήταν αντίθετη με τα πιστεύω της. |
ιστορικά ατεκμηρίωτος, ιστορικά ανεπιβεβαίωτος
|
αναποδογυρισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αλλιώς, διαφορετικά(de outro modo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Deveríamos ir ao cinema, senão ficaremos em casa a noite inteira. Πρέπει να πάμε σινεμά, αλλιώς (or: διαφορετικά) θα μείνουμε σπίτι όλη τη νύχτα. |
παίρνω θέση ενάντια σε κπ/κτ(opinião contrária) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Você vai se opor à repressão do governo a imprensa? |
ανάποδος(informal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο πίνακας στον τοίχο είναι ανάποδος. |
ανάποδαlocução adverbial (do jeito errado) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Aquele suéter está do avesso. Eu coloquei minhas luvas de pele do avesso. A pele está do lado avesso. Το πουλόβερ είναι ανάποδα. Έβαλα τα γούνινα γάντια μου ανάποδα, η γούνα βρίσκεται απ' την έξω μεριά. |
ακριβώς το αντίθετο(informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντιθέτωςlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Você acha que as pessoas não podem mudar? Pelo contrário, elas podem! Νομίζεις ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να αλλάξουν; Αντιθέτως, μπορούν! |
αντιθέτως, αντίθετα, το αντίθετο, απεναντίας, τουναντίονlocução adverbial (indicando o oposto) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, αν δεν αναφέρεται διαφορετικά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντίθετος μεlocução prepositiva (palavra) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Όσον αφορά τα πολιτικά, οι απόψεις του Τζο ήταν πάντα αντίθετες με αυτές της Μαίρης. |
εκτός αυτού, πέρα απ'αυτόexpressão (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αντίστροφα(revertido) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μετωπικός άνεμος
|
αντίθεταlocução prepositiva (diferentemente de) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ao contrário do pai, ele não bebe álcool. Σε αντίθεση με τον πατέρα του, δεν έπινε αλκοολ. |
αντίθετα μεpreposição (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
που είναι φάουλexpressão (competição esportiva) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O bandeirinha marcou um lateral contrário às regras. |
αλλά μάλλον, αλλά καλύτεραlocução prepositiva (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Isto não parece generosidade; ao contrário, é cobiça. |
ήlocução adverbial (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Diga algo útil, caso contrário fique quieto. Πες κάτι χρήσιμο ή μείνε σιωπηλός. |
προς τα πίσωlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Drake achou que estava melhorando, mas de repente sentiu que estava caminhando na direção contrária. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contrário στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του contrário
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.