Τι σημαίνει το antes στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης antes στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του antes στο πορτογαλικά.

Η λέξη antes στο πορτογαλικά σημαίνει προηγουμένως, νωρίτερα, παρά, πριν, πιο νωρίς, θα προτιμούσα, πριν, καλύτερα, πριν κάνω κτ, νωρίτερα, νωρίτερα, συντομότερα, κάποτε, άλλοτε, πριν, προτού, πριν, πριν από, πριν, προ της πτήσης, νωρίτερα, από την αρχή, νεκρός κατά την άφιξη, προ φόρων, προ φόρου, ανάλωση κατά προτίμηση πριν από, το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο, πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του, κατ' αρχάς, πριν το μεσημέρι, πριν από πολύ καιρό, πριν την εποχή μου, πριν γεννηθώ, πρώτα και κύρια, πρωταρχικά, ποτέ, σύντομα, ποτέ ξανά, ποτέ πριν, πριν από, προηγουμένως, πρώτα-πρώτα, πριν από, πριν, πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβεις, όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα, σκέψου το καλά πριν κάνεις κάτι, τελευταίο βραδινό ποτό, γαλήνη πριν την καταιγίδα, πριν, προηγουμένως, νωρίτερα, πριν από δύο ημέρες, ακριβώς πριν, ακριβώς πριν, αρχίζω να τρέχω, προτού δοθεί το σήμα εκκίνησης, πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του, κατ' αρχήν, πριν από δύο ημέρες, εκ των προτέρων, πριν από σένα, παραλίγο να κάνω κτ, προηγούμαι, πριν από κτ, πριν από κπ, νωρίτερα από κπ, πολύ καιρό, χρησιμοποιώ κτ ως πρόθεμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης antes

προηγουμένως

advérbio (επίσημο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Já estiveste aqui antes?
Έχεις ξανάρθει εδώ;

νωρίτερα

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu teria escrito antes, mas não tinha seu endereço novo.
Θα σου έγραφα νωρίτερα, αλλά δεν είχα τη νέα διεύθυνσή σου.

παρά

advérbio

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Eu morreria antes de criticá-la.

πριν

preposição

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ases vêm antes dos reis neste jogo.

πιο νωρίς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Há uma forma de você me encontrar antes?
Υπάρχει τρόπος να συναντηθούμε νωρίτερα;

θα προτιμούσα

advérbio (primeiro em comparação)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πριν

preposição

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

καλύτερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu daria o dinheiro antes à caridade do que a ele.
Θα προτιμούσα να δώσω τα λεφτά σε φιλανθρωπίες, παρά σε αυτόν.

πριν κάνω κτ

advérbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fomos à feira antes de irmos à farmácia.
Πήγαμε στη λαϊκή πριν πάμε στο φαρμακείο.

νωρίτερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Olá, sou eu de novo, eu liguei anteriormente a respeito do seu anúncio.
Γεια σας, εγώ είμαι πάλι. Τηλεφώνησα και νωρίτερα για την αγγελία σας.

νωρίτερα, συντομότερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Chegaremos lá mais cedo se sairmos agora e evitarmos trânsito.
Θα φτάσουμε νωρίτερα αν φύγουμε τώρα και αποφύγουμε την κίνηση.

κάποτε, άλλοτε

advérbio (que já foi)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πριν, προτού

locução conjuntiva

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Ele já sabia dirigir um carro antes de aprender a andar de bicicleta. Simon jogou o jornal no lixo antes de eu ter chance de lê-lo.
Ήξερε να οδηγεί αυτοκίνητο πριν (or: προτού) μάθει να κάνει ποδήλατο.

πριν

locução prepositiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tu deverias acabar o dever antes do jantar.
Θα πρέπει να τελειώσεις το διάβασμα πριν (or: πριν από) το φαγητό.

πριν από

locução prepositiva

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
A letra "b" vem antes da letra "c".
Το γράμμα «Β» είναι πριν από το γράμμα «Γ».

πριν

locução prepositiva (sem considerar)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Seus lucros antes de impostos dobraram este ano.

προ της πτήσης

(antes de uma viagem de avião)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νωρίτερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eles calcularam que o novo estádio olímpico estaria pronto em setembro de 2011, no entanto o mesmo foi concluído antecipadamente.
Υπολόγισαν ότι το νέο Ολυμπιακό Στάδιο θα ήταν έτοιμο τον Σεπτέμβρη του 2011 αλλά στην πραγματικότητα τελείωσε νωρίτερα.

από την αρχή

(no começo)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Γιατί δεν μου το πες απ' την αρχή;

νεκρός κατά την άφιξη

locução adjetiva (στο νοσοκομείο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προ φόρων, προ φόρου

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανάλωση κατά προτίμηση πριν από

expressão (σήμανση σε προϊόν)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το γάλα πρέπει να καταναλωθεί πριν την ημερομηνία λήξης.

το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του

(informal)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατ' αρχάς

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Antes de mais nada, eu saúdo todos aqueles que vieram hoje.
Κατ' αρχάς καλωσορίζω όλους όσους ήρθαν σήμερα.

πριν το μεσημέρι

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Θα κάνω τον περίπατό μου πριν το μεσημέρι και ελπίζω να είμαι σπίτι την ώρα του γεύματος. Ελπίζω να μπορέσεις να φτάσεις πριν το μεσημέρι.

πριν από πολύ καιρό

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πριν την εποχή μου, πριν γεννηθώ

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρώτα και κύρια, πρωταρχικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Em primeiro lugar, vamos revisar as minutas da reunião da semana passada.
Πρώτα και κύρια ας ελέγξουμε τα πρακτικά της συνεδρίασης της περασμένης βδομάδας.

ποτέ

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σύντομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ποτέ ξανά, ποτέ πριν

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πριν από

locução adverbial

προηγουμένως

locução adverbial (anteriormente, antes disso)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πρώτα-πρώτα

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πριν από

conjunção (antes, antes de)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πριν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβεις

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκέψου το καλά πριν κάνεις κάτι

interjeição (ditado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Σκέφτεσαι να επενδύσεις σε μια νέα δουλειά; Σκέψου καλά πριν το κάνεις!

τελευταίο βραδινό ποτό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γαλήνη πριν την καταιγίδα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A Maria está muito quieta. Tenho medo que seja a calmaria antes da tempestade.

πριν, προηγουμένως, νωρίτερα

preposição (antes, antes de)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πριν από δύο ημέρες

locução prepositiva

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

ακριβώς πριν

locução prepositiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ακριβώς πριν

locução adverbial

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Θα σε δω ακριβώς πριν τη μεγάλη συνάντηση.

αρχίζω να τρέχω, προτού δοθεί το σήμα εκκίνησης

verbo pronominal/reflexivo (corrida: dar largada cedo demais) (σε αγώνα δρόμου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο δρομέας άρχισε να τρέχει, προτού δοθεί το σήμα εκκίνησης, και όλοι οι δρομείς έπρεπε να ξεκινήσουν εκ νέου τον αγώνα.

πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατ' αρχήν

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
"Nossa prioridade", disse um porta-voz da polícia, "é, antes de mais nada, garantir a segurança dos reféns."
«Προτεραιότητά μας είναι να διασφαλίσουμε κατ' αρχήν την ασφάλεια των ομήρων», είπε ο εκπρόσωπος της αστυνομίας.

πριν από δύο ημέρες

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu já estava esperando dois dias antes de ela chegar.

εκ των προτέρων

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πριν από σένα

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραλίγο να κάνω κτ

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προηγούμαι

expressão verbal (em importância)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η ευημερία της οικογένειάς μου προηγείται.

πριν από κτ

locução prepositiva

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ainda bem que nós terminamos esse projeto antes do prazo.
Ευτυχώς τελειώσαμε το πρότζεκτ πριν από την προθεσμία.

πριν από κπ, νωρίτερα από κπ

locução prepositiva

John chegou ao restaurante antes de seu irmão.
Ο Τζον έφτασε στο εστιατόριο πριν από (or: νωρίτερα από) τον αδερφό του.

πολύ καιρό

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Havia problemas aqui bem muito antes dele chegar.
Υπήρχαν προβλήματα εδώ πολύ καιρό (or: πολύ) πριν φτάσει.

χρησιμοποιώ κτ ως πρόθεμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του antes στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του antes

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.