Τι σημαίνει το copie στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης copie στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του copie στο Γαλλικά.

Η λέξη copie στο Γαλλικά σημαίνει αντιγραμμένος, αντίγραφο, απάντηση, αντίγραφο, αναμάσημα, μαϊμού, απομίμηση, φωτοαντίγραφο, αντίγραφο, απομίμηση, αντιγραφή, φωτοαντίγραφο, αντίγραφο με καρμπόν, αντιγραφή, αντίγραφο, αντίγραφο, από όπου γίνεται συγκομιδή περιεχομένου, από όπου γίνεται αντιγραφή περιεχομένου, απομίμηση, αντίγραφο, αντιγράφω, αντιγράφω, κλέβω, αντιγράφω, αντιγράφω, κάνω μικροαλλαγές σε κτ, αντιγράφω, αντιγράφω, αντιγράφω, αντιγράφω, αναπαράγω, βγάζω φωτοτυπίες, μιμούμαι, φτυστός ο/η, αναθεώρηση, αντίγραφο ασφαλείας, επικυρωμένο αντίγραφο, έντυπη μορφή, υλικό αντίγραφο, έντυπο αντίγραφο, έγγραφο σε ηλεκτρονική μορφή, έγγραφο σε ψηφιακή μορφή, ιδιοκτησία κτήματος, αντιγράφω, δημιουργώ αντίγραφα, που αποτελεί αντιγραφή, αντίγραφο εις τετραπλούν, ακριβές αντίγραφο, αντίγραφο, αντιγραφή, γεμίζω τον τόπο με, ξερνάω, φτιάχνω, κοινοποιώ κτ σε κπ, αντίγραφο, κρυφή κοινοποίηση, έχοντας ως υπόδειγμα, έχοντας ως πρότυπο, με κρυφή κοινοποίηση, κτήμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης copie

αντιγραμμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αντίγραφο

(exemplaire non original)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ils exposent une copie du dessin, car la lumière pourrait endommager l'original.

απάντηση

nom féminin (d'examen) (συνήθως πληθυντικός: σε διαγώνισμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντίγραφο

(d'un document)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Conserver une copie de ses papiers importants est une bonne idée.

αναμάσημα

(μεταφορικά: ιδέες, λόγια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαϊμού

(figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Trop de jeunes filles ne sont que les clones de chanteuses pop pourries : elles ont besoin de meilleurs modèles !

απομίμηση

(illégal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce n'était pas une antiquité mais une contrefaçon moderne.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το κείμενο δεν ήταν γνήσιο, αλλά πλαστογράφημα.

φωτοαντίγραφο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντίγραφο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ils ont des répliques de tableaux célèbres accrochées dans leur salon.
Έχουν κρεμάσει αντίγραφα διάσημων πινάκων στο καθιστικό τους.

απομίμηση

nom féminin (μίμηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La toile était une copie, mais il était difficile de la distinguer de l'originale.

αντιγραφή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La reproduction (or: copie) de ce document est strictement interdite.

φωτοαντίγραφο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντίγραφο με καρμπόν

(κυριολεκτικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αντιγραφή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντίγραφο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous avons payé des milliers sans savoir que c'était une reproduction (or: copie).
Πληρώσαμε χιλιάδες χωρίς να γνωρίζουμε ότι ήταν κόπια.

αντίγραφο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jenny a dessiné la maison comme une réplique (or: copie exacte) de la maison dans laquelle elle avait grandi.

από όπου γίνεται συγκομιδή περιεχομένου, από όπου γίνεται αντιγραφή περιεχομένου

adjectif (site Internet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απομίμηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
.

αντίγραφο

(που έγινε με καρμπόν)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Garde la copie carbone pour tes archives personnelles.

αντιγράφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils copient des marques de créateurs et vendent les articles sur le marché local.
Αντιγράφουν επώνυμες μάρκες και πουλάνε τα προϊόντα στην τοπική αγορά.

αντιγράφω, κλέβω

(une réponse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
À l'examen, Stephen a copié toutes ses réponses sur moi.
Ο Στήβεν αντέγραψε όλες τις απαντήσεις του διαγωνίσματος από εμένα.

αντιγράφω

(Informatique, anglicisme)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντιγράφω

verbe transitif (reproduire avec exactitude)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai copié (or: recopié) le numéro de téléphone dans mon carnet.
Αντέγραψα τον αριθμό τηλεφώνου στο σημειωματάριό μου.

κάνω μικροαλλαγές σε κτ

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La société a réutilisé (or: repris) son projet mais cela a échoué à nouveau.

αντιγράφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Carole a accusé Mathieu d'avoir copié (or: plagié) son travail.
Η Κάρολ κατηγόρησε τον Μάθιου ότι αντέγραψε την εργασία της.

αντιγράφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La secrétaire a photocopié la lettre.

αντιγράφω

verbe transitif (un article, un passage) (από κάπου αλλού)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'auteur avait copié des paragraphes entiers d'un autre livre.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ωραία ατάκα. Δική σου είναι ή την ξεσήκωσες από κάπου;

αντιγράφω

(prendre exemple)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il essayait de copier (or: reproduire) le comportement de son ami et son attitude amicale.

αναπαράγω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les sociétés chinoises peuvent facilement copier ce produit.

βγάζω φωτοτυπίες

verbe transitif

μιμούμαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Des milliers de filles ont copié le style de la chanteuse.

φτυστός ο/η

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναθεώρηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντίγραφο ασφαλείας

nom féminin (Η/Υ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
C'est une bonne idée de faire une copie de sauvegarde des documents importants.

επικυρωμένο αντίγραφο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Έχασα το πιστοποιητικό γέννησής μου και μόνο ένα επικυρωμένο αντίγραφο ήταν αποδεκτό στην υπηρεσία έκδοσης διαβατηρίων. Μπορώ να διαβεβαιώσω ότι αυτό είναι ένα επικυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου, επειδή έχει ελεγχθεί από συμβολαιογράφο.

έντυπη μορφή

Peux-tu m'envoyer une version papier (or: une copie papier) des données ?

υλικό αντίγραφο, έντυπο αντίγραφο

nom féminin

έγγραφο σε ηλεκτρονική μορφή, έγγραφο σε ψηφιακή μορφή

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιδιοκτησία κτήματος

nom féminin (historique) (νομικό σύστημα του Η.Β.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιγράφω, δημιουργώ αντίγραφα

(Informatique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il est conseillé de faire des sauvegardes régulières de tous ses documents de son ordinateur régulièrement pour les cas de panne.
Είναι καλό να δημιουργείτε τακτικά αντίγραφα όλων των αρχείων στον υπολογιστή σας, για την περίπτωση βλάβης.

που αποτελεί αντιγραφή

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les électeurs n'ont pas été dupés par les politiques directement copiées du sénateur.

αντίγραφο εις τετραπλούν

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακριβές αντίγραφο

nom féminin (figuré) (μεταφορικά)

Ces deux petites jumelles sont des copies conformes.

αντίγραφο

abréviation

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντιγραφή

locution adjectivale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γεμίζω τον τόπο με, ξερνάω

locution verbale (argot, en parlant de textes médiocres) (μεταφορικά, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'est un écrivaillon qui pisse de la copie.

φτιάχνω

(αντίγραφα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοινοποιώ κτ σε κπ

locution verbale (email)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
N'oublie pas de me mettre en copie quand tu enverras l'ordre du jour de demain à Meera.

αντίγραφο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ce tableau est l'image conforme de l'original.

κρυφή κοινοποίηση

nom féminin

έχοντας ως υπόδειγμα, έχοντας ως πρότυπο

(επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'avion était basé sur l'oiseau.

με κρυφή κοινοποίηση

(e-mail) (πληροφορική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Un e-mail avec destinataires en copie cachée signifie que quelqu'un est mis en copie via « Cci ».
«Email με κρυφή κοινοποίηση» είναι αυτό στο οποίο κάποιος παραλήπτης έχει συμπεριληφθεί με τη χρήση της επιλογής «BCC».

κτήμα

nom féminin (historique) (νομικό σύστημα του Η.Β.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του copie στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του copie

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.