Τι σημαίνει το corde στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης corde στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του corde στο Γαλλικά.

Η λέξη corde στο Γαλλικά σημαίνει σχοινί, σκοινί, χορδή, cord, σειρά, εσωτερική λωρίδα στίβου/πίστας, σκοινί, σχοινί, σπάγκος, σχοινί, σκοινί, σχοινί, χορδωτό, τοποθετώ τις χορδές σε κτ, σχοινένιος, δένω, άυπνος, άγρυπνος, σχοινώδης, σχοινοειδής, άχορδος, που έχει παλιώσει, μετέωρος, επισφαλής, σκοινάκι, σχοινί, σκοινί, σκοινί διάσωσης, σχοινί διάσωσης, χορδή, εντατήρας, σχοινί απλώματος, σχοινί μπουγάδας, ακροσφαλής διπλωματία, ριψοκίνδυνη διπλωματία, παρακινδυνευμένη διπλωματία, σκαλιέρα, διελκυστίνδα, σκοινάκι, γέφυρα από σκοινί, σκάλα από σκοινί, χορδή βιολιού, σχοινί, ομοιόμορφα κομμένη ξυλεία, νωτιαία χορδή, τεντωμένο σχοινί, ευαίσθητες χορδές, ακροβατώ σε τεντωμένο σχοινί, ακροβατώ, αγγίζω μια ευαίσθητη χορδή, λιώνω, βρίσκομαι σε επισφαλή θέση, φθείρομαι, άχορδος, κρεμάλα, χορδή, κάνω σκοινάκι, κάνω σκοινάκι, κουρελιάζω, τα μπόσικα, σχοινί, με κρεμάνε, στραγγαλίζω κπ/κτ με χορδή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης corde

σχοινί, σκοινί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Helen a utilisé deux morceaux de corde pour attacher la balançoire à la branche.
Η Έλεν χρησιμοποίησε δύο κομμάτια σχοινί για να στερεώσει την κούνια στο κλαδί.

χορδή

nom féminin (Musique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Betty a besoin d'une nouvelle corde pour sa guitare.
Η Μπέτυ χρειάζεται μια νέα χορδή για την κιθάρα της.

cord

nom féminin (de bois)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Nous avons consommé deux cordes de bois l'hiver dernier.

σειρά

(d'oignons,...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εσωτερική λωρίδα στίβου/πίστας

nom féminin (piste de course) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle a fait toute sa course à la corde.

σκοινί, σχοινί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les marins ont vérifié que les cordes étaient serrées avant que la tempête ne s'installe.

σπάγκος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
J'ai besoin d'une grosse corde pour fermer cette boîte.
Χρειάζομαι ένα χοντρό σπάγκο, για να δέσω το κουτί.

σχοινί

nom féminin (à linge)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle a étendu son linge sur la corde pour qu'il sèche.
Άπλωσε τα ρούχα στο σχοινί για να στεγνώσουν.

σκοινί, σχοινί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le spéléologue s'est servi d'une corde afin de pouvoir retrouver la sortie.

χορδωτό

nom masculin (Zoologie) (βιολογία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τοποθετώ τις χορδές σε κτ

verbe transitif (Tennis)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il faut que je corde ma raquette de tennis.

σχοινένιος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les enfants grimpaient à l'échelle de corde pour se rendre à la cabane dans l'arbre.
Τα παιδιά σκαρφάλωσαν τη σχοινένια σκάλα για να φτάσουν στο δεντρόσπιτο.

δένω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le matelot a attaché avec une corde la boîte qui contenait de la nourriture au mât pour ne pas qu'elle soit emportée par les vagues.

άυπνος, άγρυπνος

(nuit) (λόγιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lorsque vous avez un bébé, des nuits blanches sont à prévoir.

σχοινώδης, σχοινοειδής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άχορδος

locution adjectivale (instrument) (χωρίς χορδές)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει παλιώσει

locution adjectivale (figuré) (μεταφορικά: λόγω επανάληψης)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μετέωρος, επισφαλής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκοινάκι

nom masculin (άσκηση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le saut à la corde est une excellente forme d’exercice.
Το σκοινάκι είναι ένα εξαιρετικό είδος άσκησης.

σχοινί, σκοινί

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le casse-cou envisage de traverser le Grand Canyon sur une corde raide.

σκοινί διάσωσης, σχοινί διάσωσης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Le capitaine du bateau a envoyé un cordage au passager tombé par-dessus bord.

χορδή

nom féminin (μουσικού οργάνου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εντατήρας

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Assurez-vous d'attacher le chargement avec des cordes élastiques.

σχοινί απλώματος, σχοινί μπουγάδας

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακροσφαλής διπλωματία, ριψοκίνδυνη διπλωματία, παρακινδυνευμένη διπλωματία

σκαλιέρα

nom féminin (σχοινένια σκάλα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διελκυστίνδα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Au tir à la corde, les participants les plus lourds se mettent aux deux extrémités.

σκοινάκι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les petites filles jouaient à la corde à sauter.
Τα μικρά κορίτσια έπαιζαν με ένα σκοινάκι.

γέφυρα από σκοινί

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un pont de corde permettait de traverser la rivière. Les scouts ont construit un pont de corde au-dessus du précipice.
Μας είχε δοθεί μια γέφυρα από σκοινί για να πηγαίνουμε από τη μια πλευρά του ποταμού στην άλλη. Οι πρόσκοποι έφτιαξαν μια γέφυρα από σκοινί πάνω από το φαράγγι.

σκάλα από σκοινί

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χορδή βιολιού

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σχοινί

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ομοιόμορφα κομμένη ξυλεία

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

νωτιαία χορδή

nom féminin (Anatomie)

τεντωμένο σχοινί

(cirque)

ευαίσθητες χορδές

nom féminin (figuré) (μεταφορικά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Pour inciter les gens à être généreux, il faut réussir à toucher leur corde sensible.

ακροβατώ σε τεντωμένο σχοινί

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακροβατώ

locution verbale (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αγγίζω μια ευαίσθητη χορδή

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Son discours a touché la corde sensible des électeurs au chômage.

λιώνω

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρίσκομαι σε επισφαλή θέση

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φθείρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai ce pull depuis si longtemps qu'il est usé aux coudes.

άχορδος

locution adjectivale (raquette)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρεμάλα

nom féminin (mode d'exécution)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Steve a été condamné à la corde pour son crime.

χορδή

nom féminin (τόξου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάνω σκοινάκι

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les enfants sautaient à la corde et jouaient à la marelle dans la cour.
Τα παιδιά έκαναν σκοινάκι κι έπαιζαν κουτσό στην παιδική χαρά.

κάνω σκοινάκι

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les boxeurs sautent à la corde pour améliorer leur endurance et leur rythme.
Οι μποξέρ κάνουν σκοινάκι για να βελτιώσουν την αντοχή και τον ρυθμό τους.

κουρελιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα μπόσικα

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Robert a ramené le mou pour tendre la corde de nouveau.
Ο Ρόμπερτ μάζεψε τα μπόσικα για να τεντώσει πάλι το σκοινί.

σχοινί

nom féminin (για σκηνή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tu dois attacher la corde à ce piquet.

με κρεμάνε

verbe pronominal (familier : pendu)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
S'ils attrapent le meurtrier, il se balancera au bout d'une corde.

στραγγαλίζω κπ/κτ με χορδή

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του corde στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του corde

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.