Τι σημαίνει το coûter στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης coûter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του coûter στο Γαλλικά.

Η λέξη coûter στο Γαλλικά σημαίνει κοστίζω, στοιχίζω, στοιχίζω, έξοδα, πληρώνω, στερώ, διατίθεμαι, κάνω, λυπητερή, κάνω, απαιτητικός, υψηλή τιμή, στοιχίζω, κοστίζω, κοστίζει τα μαλλιά της κεφαλής μου, κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια, δεν κοστίζω πολύ, κοστίζω, δεν κοστίζω τίποτα, αφαιρώ ζωές, παίρνω ζωές, κοστίζω μια περιουσία, κοστίζω μια περιουσία, κοστίζω ακριβά, δεν κοστίζω πολύ, δεν κοστίζω τίποτα, κοστίζω, στοιχίζω, κοστίζω κτ σε κπ, ακριβός, κοστίζω, στοιχίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης coûter

κοστίζω, στοιχίζω

(avoir pour prix)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ce livre coûte dix dollars.
Αυτό το βιβλίο κάνει δέκα δολάρια.

στοιχίζω

verbe transitif (figuré : faire perdre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Boire au volant coûte beaucoup de vies chaque année.

έξοδα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Elle a payé tout le mariage, ce qui fut un grand coût pour elle.

πληρώνω

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στερώ

(κάτι από κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son manque de ponctualité lui a coûté sa place.
Η έλλειψη συνέπειας τού στέρησε (or: κόστισε) τη δουλειά του.

διατίθεμαι

(ενοίκιο ή πώληση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La maison coûte cent quatre-vingt-dix mille dollars.
Το σπίτι διατίθεται προς 190.000 δολάρια.

κάνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Combien cela va-t-il coûter d'acheter cette voiture ?

λυπητερή

(argot : prix) (αργκό)

Apportez-moi l'addition, que je voie le massacre !

κάνω

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est sept dollars.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κάνει εφτά δολάρια.

απαιτητικός

(objet) (άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette voiture coûte cher en entretien et doit souvent être révisée.

υψηλή τιμή

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Son accession à la célébrité lui a coûté cher : sa femme et ses enfants l'ont quitté.

στοιχίζω, κοστίζω

locution verbale (figuré) (μεταφορικά: σε κπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Trois ans de travail acharné, sept jours sur sept, sans vacances, avaient coûté cher à John ; il était en très mauvaise santé.

κοστίζει τα μαλλιά της κεφαλής μου, κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια

locution verbale (figuré, familier) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je parie que cette robe a dû te coûter bonbon.
Στοιχηματίζω ότι αυτό το φόρεμα κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια.

δεν κοστίζω πολύ

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Avoir une trousse de secours ne coûte pas cher mais peut sauver des vies.
Το κουτί πρώτων βοηθειών δεν κοστίζει πολύ αλλά μπορεί να σώσει ζωές.

κοστίζω

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tu veux que le produit soit livré demain, ça va coûter cher.

δεν κοστίζω τίποτα

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
S'ils disent que ça ne coûte rien, alors ça doit être une arnaque.
Εάν λένε πως δεν κοστίζει τίποτα, πιθανόν να είναι κάποιου είδους απάτη.

αφαιρώ ζωές, παίρνω ζωές

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le bref conflit a coûté cher en vies humaines.

κοστίζω μια περιουσία

(figuré, familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοστίζω μια περιουσία

locution verbale (figuré, familier)

κοστίζω ακριβά

(familier)

δεν κοστίζω πολύ

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ça ne coûte rien d'être poli.
Δεν κοστίζει πολύ το να είσαι ευγενικός.

δεν κοστίζω τίποτα

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aider les gens et être gentil ne coûte rien.
Το να είσαι εξυπηρετικός και φιλικός με τους ανθρώπους δεν κοστίζει τίποτα.

κοστίζω, στοιχίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ces réparations vont sûrement me coûter plus de 500 €.
Αυτές οι επισκευές μάλλον θα μου κοστίσουν πάνω από 500 λίρες.

κοστίζω κτ σε κπ

Cette voiture a dû te coûter très cher.

ακριβός

(figuré)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je n'ai pas les moyens de m'offrir ce manteau, il coûte bien trop cher.
Δεν μπορώ να αγοράσω αυτό το παλτό. Είναι πανάκριβο.

κοστίζω, στοιχίζω

(σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce nouveau toit pourrait te coûter plusieurs milliers d'euros.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η νέα στέγη μπορεί να σου κοστίσει αρκετές χιλιάδες.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του coûter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του coûter

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.