Τι σημαίνει το couverture στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης couverture στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του couverture στο Γαλλικά.

Η λέξη couverture στο Γαλλικά σημαίνει κάλυψη, κουβέρτα, κάλυψη, κάλυψη, κάλυμμα, πλαστή ταυτότητα, κάλυψη, απόδοση, κάλυψη, ασφάλεια, σεντόνι, μετάδοση, οικονομική αντασφάλιση, κουβέρτα, προπέτασμα καπνού, κάλυμμα, κουβέρτα, βιτρίνα, κουβέρτα, κάλυμμα, υλικό κατασκευής στέγης, εξώφυλλο, έκταση, κουβέρτα, ασφάλεια, ασφάλιση, σεντονόπανο, εξώφυλλο, προπέτασμα καπνού, κρατικό πρόγραμμα υγειονομικής περίθαλψης για υπέργηρα ή άπορα άτομα, φυτοκάλυψη, ξηροτάτητας, σύννεφα, ηλεκτρική κουβέρτα, χιόνι, εξώφυλλο βιβλίου, βιτρίνα, κάλυψη, πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας, εξώφυλλο, οπισθόφυλλο, σύστημα υγείας, συνοδευτική σελίδα, περιοχή κάλυψης, κάλυψη εξυπηρέτησης χρέους, ποσοστό πλήρωσης ζήτησης, εκτενής κάλυψη, δείκτης χρηματοδότησης, δείκτης πιστωτικής κάλυψης, στρατηγική αντιστάθμισης, εσωτερικό εξώφυλλου, εξώφυλλο περιοδικού, κάλυψη από τα ΜΜΕ, κάλυψη από τα μίντια, μετάδοση ειδήσεων, ασφάλεια υγείας, ασφάλιση υγείας, χαρτόδετο βιβλίο, τεχνικές αντιστάθμισης, κάλυψη έναντι κινδύνου, εξώφυλλο, κάλυψη οροφής με πλάκες σχιστόλιθου, προβολή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης couverture

κάλυψη

(médiatique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cette station de radio offre la meilleure couverture pour tout ce qui touche à l'éducation.
Εκείνος ο ραδιοφωνικός σταθμός προσφέρει την καλύτερη κάλυψη σε εκπαιδευτικά θέματα.

κουβέρτα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Linda a plusieurs couvertures confectionnées à la main dans son salon.

κάλυψη

(Assurance) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'assureur suggéra qu'ils optent pour une meilleure couverture.
Ο ασφαλιστικός πράκτορας συνέστησε να αυξήσουν τις καλύψεις τους.

κάλυψη

nom féminin (Télécommunication)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quel est l'opérateur téléphonique qui dispose de la meilleure couverture ?
Ποιο τηλεφωνικό δίκτυο παρέχει την καλύτερη κάλυψη;

κάλυμμα

(d'un livre, magazine) (βιβλίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La couverture d'un livre protège la reliure de la poussière.
Το κάλυμμα (or: ντύμα) του βιβλίου προστατεύει το περίβλημά του από τη σκόνη.

πλαστή ταυτότητα

nom féminin (police, espionnage)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
L'agent de la CIA a voyagé sous couverture.

κάλυψη, απόδοση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'étiquette sur le pot de peinture indique la couverture approximative par litre.

κάλυψη, ασφάλεια

nom féminin (assurance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cette police d'assurance procure une couverture (or: une garantie) en cas d'ouragan.
Αυτό το πρόγραμμα σας παρέχει κάλυψη (or: ασφάλεια) σε περίπτωση τυφώνα.

σεντόνι

(figuré : de neige) (μεταφορικά, λόγιος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Une couche de neige fraîchement tombée recouvrait la pelouse.
Μια φρέσκια στρώση χιονιού απλωνόταν πάνω στο γρασίδι.

μετάδοση

(Journalisme)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les chaînes d'information doivent être prudentes dans leur couverture des (or: dans leur façon de couvrir les) sujets délicats.
Τα κανάλια οφείλουν να είναι προσεκτικά σε ό,τι αφορά τη μετάδοση ευαίσθητων θεμάτων.

οικονομική αντασφάλιση

(Finance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les fermiers prennent souvent une couverture pour assurer leur récolte.

κουβέρτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Richard et Grace ont apporté une couverture sur laquelle s'asseoir pendant leur pique-nique.
Ο Ρίτσαρντ και η Γκρέις πήραν μια κουβέρτα για να καθίσουν πάνω της, ενώ θα έκαναν πικ νικ.

προπέτασμα καπνού

nom féminin (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάλυμμα

κουβέρτα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La vieille dame s'est assise sur la chaise longue avec une couverture sur les genoux.
Η ηλικιωμένη κυρία κάθισε στην ξαπλώστρα με μια κουβέρτα στα γόνατά της.

βιτρίνα

nom féminin (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cette boutique n'était qu'une couverture et servait à blanchir de l'argent.

κουβέρτα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάλυμμα

nom féminin (ανάλογα με την περίπτωση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υλικό κατασκευής στέγης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εξώφυλλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sa photo était sur toutes les couvertures. L'information principale est toujours sur la couverture.
Η φωτογραφία της ήταν σε κάθε εξώφυλλο. Τα πιο σημαντικά νέα είναι πάντα στο εξώφυλλο.

έκταση

(figuré)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κουβέρτα

(de lit, de canapé)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il y a un jeté près du canapé dont tu peux te couvrir si tu as froid.

ασφάλεια, ασφάλιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fred a contracté une assurance contre les tremblements de terre, les incendies et les inondations.

σεντονόπανο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εξώφυλλο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Joanne a oublié d'écrire son nom sur la page de couverture de sa dissertation d'histoire.

προπέτασμα καπνού

(figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρατικό πρόγραμμα υγειονομικής περίθαλψης για υπέργηρα ή άπορα άτομα

(anglicisme) (ΗΠΑ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φυτοκάλυψη

(plantes basses)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξηροτάτητας

(couche de feuilles)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le cochon sauvage creusait la litière dans l'espoir de trouver des champignons.

σύννεφα

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La couverture nuageuse était si épaisse qu'il fallait allumer les phares.

ηλεκτρική κουβέρτα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χιόνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le manteau neigeux fond vite : il ne reste que quelques centimètres.

εξώφυλλο βιβλίου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il y existe peu de relieurs qui puissent réparer le lettrage doré sur les couvertures de livre en cuir.

βιτρίνα, κάλυψη

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sans la sécurité sociale, beaucoup de Britanniques vivraient dans la plus abjecte des pauvretés.

εξώφυλλο

(βιβλίο, περιοδικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οπισθόφυλλο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un bref résumé de l'histoire était donné en quatrième de couverture.

σύστημα υγείας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Certains Américains sont contre l'idée d'avoir une couverture médicale comme la sécurité sociale britannique.

συνοδευτική σελίδα

nom féminin

Le document faxé était composé de cinq pages et d'une page de garde.

περιοχή κάλυψης

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάλυψη εξυπηρέτησης χρέους

nom féminin (Finance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ποσοστό πλήρωσης ζήτησης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εκτενής κάλυψη

nom féminin (Journaliste) (ενημέρωση, δημοσιογραφία)

δείκτης χρηματοδότησης, δείκτης πιστωτικής κάλυψης

nom masculin (Finance) (χρηματοοικονομικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στρατηγική αντιστάθμισης

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εσωτερικό εξώφυλλου

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξώφυλλο περιοδικού

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάλυψη από τα ΜΜΕ, κάλυψη από τα μίντια

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μετάδοση ειδήσεων

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασφάλεια υγείας, ασφάλιση υγείας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χαρτόδετο βιβλίο

τεχνικές αντιστάθμισης

nom féminin

κάλυψη έναντι κινδύνου

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Seth a acheté dans l'immobilier et a investi dans des devises étrangères comme couverture contre l'inflation.
Ο Σεθ αγόρασε γη και επένδυσε σε ξένα νομίσματα ως αντιστάθμιση για τον πληθωρισμό.

εξώφυλλο

nom féminin (το σχέδιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάλυψη οροφής με πλάκες σχιστόλιθου

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προβολή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le groupe jouait dans des bars de quartier pour se faire plus de publicité.
Η μπάντα έπαιζε σε μπαρ της περιοχής στην προσπάθεια να αποκτήσει μεγαλύτερη προβολή..

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του couverture στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του couverture

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.