Τι σημαίνει το couteau στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης couteau στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του couteau στο Γαλλικά.

Η λέξη couteau στο Γαλλικά σημαίνει μαχαίρι, μαχαίρι, μαχαίρι, μαχαίρι φαγητού, σωλήνας, αυτοσχέδιο μαχαίρι, σπάτουλα για στοκάρισμα, μαχαιρώνω, παιχνίδι με ρίξιμο μαχαιριών, μαχαιρώνω, μαχαίρωμα, σουγιάς, σουγιάς, μαχαίρι για κρέας, σουγιάς, μαχαιροβγάλτης, ξυλογλύπτης, λάμα του μαχαιριού, δεύτερη μοίρα, μαχαίρι για ψωμί, μαχαίρι για το βούτυρο, μαχαίρι τεμαχίσματος, μαχαίρι τυριού, κυνηγετικό μαχαίρι, κόψη του μαχαιριού, μαχαιριά, τραύμα/πληγή από μαχαίρι, κοφτερό μαχαίρι με δόντια, κόφτης κρέατος, μασάτι, βαριά προφορά, μαχαίρι ξεφλουδίσματος, μαχαιροσπάτουλα, κυνηγετικό μαχαίρι, μαχαιρώνω πισώπλατα, μαχαιρώνω κπ μέχρι θανάτου, σκαλίζω, ασήμαντος, εκδορέας, μαχαιρώνω κπ σε κτ, μαχαίρι του ψωμιού, απειλώ κπ/κτ με μαχαίρι, τρίβω κτ στη μούρη κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης couteau

μαχαίρι

nom masculin (μαχαίρι φαγητού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le cuisiner aiguise régulièrement son couteau.
O Σεφ ακονίζει το μαχαίρι του τακτικά.

μαχαίρι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Excusez-moi, j'ai deux fourchettes mais pas de couteau.
Συγγνώμη, σερβιτόρε, μου δώσατε δυο πηρούνια και κανένα μαχαίρι.

μαχαίρι

(outil, anglicisme) (εργαλείο για κόψιμο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle a utilisé un cutter pour couper le carton.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Χρησιμοποίησε ένα μαχαίρι για να κόψει το χαρτόνι.

μαχαίρι φαγητού

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Η αδερφή μου κρατάει το μαχαίρι του φαγητού στο αριστερό της χέρι.

σωλήνας

nom masculin (mollusque) (μαλάκιο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αυτοσχέδιο μαχαίρι

σπάτουλα για στοκάρισμα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μαχαιρώνω

(επίθεση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'agresseur a donné trois coups de couteau à sa victime.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο δράστης μαχαίρωσε το θύμα του τρεις φορές έξω από την κάβα.

παιχνίδι με ρίξιμο μαχαιριών

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μαχαιρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'agresseur a poignardé sa victime (or: a donné un coup de couteau à sa victime) lorsqu'elle a refusé de lui donner son sac.
Ο ληστής μαχαίρωσε το θύμα του όταν εκείνη αρνήθηκε να του δώσει την τσάντα της.

μαχαίρωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Deux victimes d'une agression à l'arme blanche (or: d'une attaque au couteau) ont été transportées à l'hôpital.

σουγιάς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σουγιάς

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαχαίρι για κρέας

nom masculin (μεγάλο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Pete a utilisé un couteau à découper pour couper le rôti.

σουγιάς

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαχαιροβγάλτης

(επιτίθεται με μαχαίρι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ξυλογλύπτης

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λάμα του μαχαιριού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεύτερη μοίρα

nom masculin (είμαι σε)

μαχαίρι για ψωμί

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαχαίρι για το βούτυρο

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαχαίρι τεμαχίσματος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαχαίρι τυριού

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κυνηγετικό μαχαίρι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κόψη του μαχαιριού

nom masculin (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαχαιριά, τραύμα/πληγή από μαχαίρι

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοφτερό μαχαίρι με δόντια

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il me faudrait un couteau à steak, je n'arrive pas à couper ma viande.

κόφτης κρέατος

nom masculin (εργαλείο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quand l'homme a saisi le couteau à découper, les yeux exorbités, j'ai bien cru que ma dernière heure avait sonné !

μασάτι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βαριά προφορά

nom masculin (fig, fam)

Elle aura du mal à ne pas trahir ses origines avec cet accent à couper au couteau !

μαχαίρι ξεφλουδίσματος

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μαχαιροσπάτουλα

nom masculin (outil, peinture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κυνηγετικό μαχαίρι

(couteau à une lame)

μαχαιρώνω πισώπλατα

(figuré) (μτφ: προδοσία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle lui a planté un couteau dans le dos en dévoilant ses projets à son patron.
Τον μαχαίρωσε πισώπλατα όταν φανέρωσε στο αφεντικό τα σχέδιά του.

μαχαιρώνω κπ μέχρι θανάτου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκαλίζω

verbe transitif (du bois)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ron m'a montré comment tailler une brindille pour en faire un sifflet.

ασήμαντος

nom féminin (figuré)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

εκδορέας

nom masculin (εργαλείο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαχαιρώνω κπ σε κτ

(dans le dos surtout)

Ο νεαρός μαχαίρωσε το θύμα του στο πόδι.

μαχαίρι του ψωμιού

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

απειλώ κπ/κτ με μαχαίρι

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lisa a pris le couteau et l'a pointé vers l'intrus en espérant le faire fuir.

τρίβω κτ στη μούρη κπ

locution verbale (figuré) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mes collègues n'arrêtaient pas de remuer le couteau dans la plaie en disant que j'avais fait une énorme erreur.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του couteau στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του couteau

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.