Τι σημαίνει το cow στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cow στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cow στο Αγγλικά.

Η λέξη cow στο Αγγλικά σημαίνει αγελάδα, θηλυκό, σκύλα, γελάδα, γουρούνα, γουρούνι, βόδι, μπελάς, εκφοβίζω, φοβάμαι, φοβάμαι, αγελάδα κρεατοπαραγωγής, χρυσορυχείο, σβουνιά, βουνιά, μαστιγώνω, γαλακτοπαραγωγός αγελάδα, τα παίρνω στο κρανίο, τα παίρνω, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!, ιερή αγελάδα, νόσος των τρελών αγελάδων, γαλακτοφόρος αγελάδα, η κότα με το χρυσό αυτό, ιερή αγελάδα, μανάτος, τρίκερκος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cow

αγελάδα

noun (female bovine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cow needed to be milked twice daily.
Η αγελάδα έπρεπε να αρμέγεται δυο φορές τη μέρα.

θηλυκό

noun (female of certain animals)

The elephants lived in a group consisting of three cows and their babies.

σκύλα

noun (UK, figurative, pejorative, slang (unpleasant woman) (προσβλητικό, μτφ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I hate my new teacher. She's such a cow!
Μισώ τη νέα μου δασκάλα. Είναι απίστευτη σκύλα!

γελάδα, γουρούνα

noun (US, figurative, pejorative, slang (obese woman) (μειωτικό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She wasn't so fat before, but now she is a real cow.
Δεν ήταν τόσο παχιά πριν, αλλά τώρα είναι πραγματική γελάδα.

γουρούνι, βόδι

noun (US, figurative, pejorative, slang (person who eats a lot) (μτφ,αργκό, πιθανά προσβλ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Don't be such a cow. Stop eating.
Μη γίνεσαι γουρούνι. Σταμάτα να τρως.

μπελάς

noun (figurative, pejorative, informal ([sth] difficult)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
This car's a beauty but it's an absolute cow to maintain.
Το αυτοκίνητο είναι κουκλί, αλλά η συντήρησή του είναι πακέτο.

εκφοβίζω

transitive verb (intimidate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φοβάμαι

phrasal verb, intransitive (US, informal (be intimidated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jeff tried to intimidate me but I refused to cow down.

φοβάμαι

(US, informal (be intimidated)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm not going to cow down to her. She doesn't scare me!

αγελάδα κρεατοπαραγωγής

noun (bovine farmed for meat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Beef cows, unlike dairy animals, are not milked daily.

χρυσορυχείο

noun (figurative ([sth] lucrative) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Bottled water is the cash cow of the new millennium - it costs more than gasoline!

σβουνιά, βουνιά

noun (informal (bovine feces) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When Beverly walked across the cow pasture, she stepped in a huge cow pie!

μαστιγώνω

transitive verb (whip with cowhide) (με μαστίγιο από δέρμα αγελάδας)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γαλακτοπαραγωγός αγελάδα

noun (cow kept for milking)

We kept a dairy cow, and it was my brother's job to milk her.

τα παίρνω στο κρανίο, τα παίρνω

verbal expression (slang, figurative (become angry or upset) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!

interjection (informal (astonishment)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Holy cow! What size is that diamond on your finger? Holy cow! I came close to hitting that car in front of me!

ιερή αγελάδα

noun (figurative ([sth] sacred) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is time to stop treating tourism as a holy cow which we must protect and nurture at all costs.

νόσος των τρελών αγελάδων

noun (BSE: bovine spongiform encephalopathy) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
More cattle are to be tested for mad cow disease.

γαλακτοφόρος αγελάδα

noun (dairy cow kept for milking)

If you want to live a self-sufficient lifestyle then you ought to buy a milk cow.

η κότα με το χρυσό αυτό

noun (figurative ([sth] profitable) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ιερή αγελάδα

noun (figurative ([sth] considered holy) (μεταφορικά)

He looks upon his car as a kind of sacred cow.

μανάτος, τρίκερκος

noun (manatee) (θαλάσσιο ζώο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In Costa Rica they take good care to preserve the sea cows.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cow στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cow

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.