Τι σημαίνει το mad στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mad στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mad στο Αγγλικά.
Η λέξη mad στο Αγγλικά σημαίνει θυμωμένος, θυμωμένος με κπ, τρελός, τρελός, τρέλα, τρέλα, τρελός, μανιώδης, λυσσασμένος, τρελός, τρελαίνω, ενοχλώ, ερεθίζω, τρελός, παλαβός, θυμώνω, νευριάζω, τσαντίζομαι, τρελαίνομαι, παλαβώνω, τρελαίνομαι, παλαβώνω, του δίνω να καταλάβει, έξαλλος, σαν τρελός, σαν παλαβός, τρελαίνομαι για κπ/κτ, θυμωμένος για κτ, τρελάρας, θεοπάλαβος, θεότρελος, θεοπάλαβος, νόσος των τρελών αγελάδων, λυσσασμένο σκυλί, σκουτελάρια, βυθισμένος στο πένθος, τρελός, παλαβός, παράφρονας, σεξομανής, παλάβρας, δουλεύω σαν τρελός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mad
θυμωμένοςadjective (US, informal (angry) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) He was mad after hearing that she broke the chair. |
θυμωμένος με κπ(mainly US, informal (angry with) My dad's going to be mad at me when he finds out I dinged his car. |
τρελόςadjective (esp UK, potentially offensive (insane) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He was mad and had to be sent to a psychiatric hospital. Ήταν φρενοβλαβής και έπρεπε να μπει στο ψυχιατρείο. |
τρελόςadjective (esp UK, figurative, informal ([sb]: foolish, crazy) (μτφ, καθομ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You're mad! Don't go in there! Δεν πας καλά! Μην μπεις εκεί μέσα! |
τρέλαadjective (esp UK, figurative, informal ([sth]: foolish, crazy) (μτφ, καθομ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It would be mad of you to hand in your resignation now. Θα ήταν τρέλα (or: τρελό) εκ μέρους σου να υποβάλεις τώρα την παραίτησή σου. |
τρέλαadjective (esp UK, figurative, informal ([sth]: hard to take in) (μτφ, καθομ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It's mad to think that in two days' time, we'll be on the other side of the world! Είναι τρελό (or: τρέλα) να σκέφτεσαι ότι σε δύο μέρες θα βρισκόμαστε στην άλλη άκρη του κόσμου. |
τρελός, μανιώδηςadjective (frantic) (μτφ, καθομ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She made a mad dash for the exit when the fire started. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μετά από μανιώδεις προσπάθειες κατάφερε να βγει από τη βάρκα που είχε αρχίσει να βυθίζεται. |
λυσσασμένοςadjective (animal: rabid) (κυριολεκτικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The mad dog was shot before he could give anybody rabies. Το λυσσασμένο σκυλί πυροβολήθηκε πριν μεταδώσει τη λύσσα σε άλλους. |
τρελόςadverb (slang (intensifier) (αργκό, ανεπίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It was mad hot outside. Έκανε τρελή ζέστη έξω. |
τρελαίνωphrasal verb, transitive, separable (make insane) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενοχλώphrasal verb, transitive, separable (annoy) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ερεθίζωphrasal verb, transitive, separable (arouse sexually) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρελός, παλαβόςadjective (UK, figurative, slang (insane, crazy) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You'd have to be barking to pay those prices! |
θυμώνω, νευριάζω, τσαντίζομαι(US, informal (become angry) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My father will get mad if I'm not home by midnight. |
τρελαίνομαι, παλαβώνω(informal (lose one's sanity) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sometimes he felt just as if he was going mad. |
τρελαίνομαι, παλαβώνωintransitive verb (slang (do [sth] with great enthusiasm) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fido always goes mad when I open a tin of dogfood. |
του δίνω να καταλάβει(slang (do [sth] extravagant) (ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I decided to go mad and buy a brand new car. |
έξαλλοςadjective (figurative, informal (very angry) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) His stupidity made me hopping mad. I was hopping mad when my ring was stolen. Η βλακεία του με έκανε να τα πάρω άσχημα. |
σαν τρελός, σαν παλαβόςadverb (furiously, intensely) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Susan had to scrub like mad to get the grass stains out of her pants. He was working like mad in order to meet the deadline. |
τρελαίνομαι για κπ/κτ(informal (passionate about) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'm mad about that singer; I own all his CDs and I'm president of his fan club. |
θυμωμένος για κτ(informal (angry about) (καθομιλουμένη) His jaws are clenched. He must be mad about something. |
τρελάρας, θεοπάλαβοςexpression (UK, informal (crazy, insane) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
θεότρελος, θεοπάλαβοςadjective (insane, crazy) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Don't believe anything he says – he's mad as a hatter. |
νόσος των τρελών αγελάδωνnoun (BSE: bovine spongiform encephalopathy) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) More cattle are to be tested for mad cow disease. |
λυσσασμένο σκυλίnoun (rabid canine) I was bitten by a mad dog when taking a walk yesterday. |
σκουτελάριαnoun (plant: herb) (φυτολογία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βυθισμένος στο πένθοςadjective (intensely distressed by [sb]'s death) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρελός, παλαβός, παράφροναςadjective (informal (insane, crazy) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Talking to himself and gesturing wildly with his hands, the poor man seemed to be raving mad. |
σεξομανήςadjective (informal (addicted to sex) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The actor plays the role of a sex-mad old man. |
παλάβραςadjective (slang (insane) (αργκό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You'd be stark-raving mad to enter the jungle without a guide. |
δουλεύω σαν τρελόςverbal expression (slang (work extremely hard) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) They were working like mad, trying to finish the stocktake before the shop opened in the morning. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mad στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του mad
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.