Τι σημαίνει το holy στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης holy στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του holy στο Αγγλικά.

Η λέξη holy στο Αγγλικά σημαίνει ιερός, άγιος, ιερός, Ανάληψη, Βίβλος, ιερό βιβλίο, πρόσφορο, Θεία Ευχαριστία, Θεία Κοινωνία, Αγία Κοινωνία, Θεία Μετάληψη, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!, ιερή αγελάδα, όχι ρε γαμώτο, όχι ρε πούστη, θρησκευτική εορτή, Πάπας, Άγιο Πνεύμα, Άγιο Δισκοπότηρο, άγιο δισκοπότηρο, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!, πνευματικός, ιερωμένος, Παναγία, Παρθένος Μαρία, Θεοτόκος, δεσμοί γάμου, Χριστός και Παναγία, Θεέ μου, Παναγία μου, άγια των αγίων, σώμα αξιωματούχων και καρδιναλίων που υπήρχε πριν τη δημιουργία της Συνόδου για το Δόγμα της Πίστης, τελετή χειροτονίας, ιερατικοί βαθμοί, ιερός τόπος, ιερό ναού, άδυτο, Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Μεγάλο Σάββατο, Αγία Γραφή, Αγία Έδρα, γαμώτο, Άγιο Πνεύμα, Μεγάλη Πέμπτη, η Αγία Τριάδα, σταυροφορία, αγιασμός, Μεγάλη Εβδομάδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης holy

ιερός

adjective (religious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The priests read from their holy text.
Οι ιερείς διάβαζαν από το ιερό τους κείμενο.

άγιος

adjective (pious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The pope is a good man and is regarded as holy by his followers.
Ο Πάπας είναι καλός άνθρωπος και θεωρείται άγιος από τους ακολούθους του.

ιερός

adjective (sacred)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The old cathedral contained several holy relics.
Ο παλιός καθεδρικός περιείχε αρκετά ιερά λείψανα.

Ανάληψη

noun (Christian feast day)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
There will be a special evening service on Ascension Day.
Θα υπάρξει έκτατη απογευματινή λειτουργία την ημέρα της Αναλήψεως.

Βίβλος

noun (Christian sacred book)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
The Holy Bible consists of two parts: the Old Testament and the New.

ιερό βιβλίο

noun (text sacred to a religion)

The Bible is considered a holy book by Christians.

πρόσφορο

noun (Christianity: host, Eucharist) (ορθόδοξη εκκλησία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Θεία Ευχαριστία, Θεία Κοινωνία, Αγία Κοινωνία, Θεία Μετάληψη

noun (Catholicism: celebration of Eucharist)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
For many people, receiving Holy Communion is the high point of the Mass.

Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!

interjection (informal (astonishment)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Holy cow! What size is that diamond on your finger? Holy cow! I came close to hitting that car in front of me!

ιερή αγελάδα

noun (figurative ([sth] sacred) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is time to stop treating tourism as a holy cow which we must protect and nurture at all costs.

όχι ρε γαμώτο, όχι ρε πούστη

interjection (slang, vulgar (expletive)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Holy crap! I can't believe you just said that!

θρησκευτική εορτή

noun (religious festival)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Good Friday is a holy day in Catholic countries.

Πάπας

noun (Roman Catholicism: the Pope)

Hundreds of people showed up in hopes of seeing the Holy Father in person.

Άγιο Πνεύμα

noun (Christian trinity: Holy Spirit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some of the old prayers and hymns still call the Holy Spirit the Holy Ghost.

Άγιο Δισκοπότηρο

noun (religion, mythology: sacred cup)

The knights of the round table went on quests for the Holy Grail.

άγιο δισκοπότηρο

noun (figurative ([sth] much sought and prized) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Making anything viral is the holy grail of marketing.

Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!

interjection (informal (astonishment)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Holy mackerel! Did you see the size of that dog walking by?

πνευματικός, ιερωμένος

noun (priest, spiritual leader)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Παναγία, Παρθένος Μαρία, Θεοτόκος

noun (Christianity: mother of Jesus)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δεσμοί γάμου

noun (marriage)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
By the power vested in me, by the State of X, I join you two in holy matrimony. You may now kiss the bride.

Χριστός και Παναγία

interjection (US, informal, dated (exclamation) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Θεέ μου, Παναγία μου

interjection (slang (expressing surprise or shock)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

άγια των αγίων

noun (sacred place)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was surprised to be invited into his office, the holy of holies!

σώμα αξιωματούχων και καρδιναλίων που υπήρχε πριν τη δημιουργία της Συνόδου για το Δόγμα της Πίστης

noun (Catholicism: moral guardians)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The Holy Office was replaced by the Congregation for the Doctrine of the Faith in the 20th century. The Holy Office was responsible for many of the atrocities of the Inquisition.

τελετή χειροτονίας

plural noun (rite of becoming ordained)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ιερατικοί βαθμοί

plural noun (rank of Christian minister)

ιερός τόπος

noun (somewhere sacred)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ιερό ναού, άδυτο

noun (Bible: inner sanctuary) (θρησκεία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Please show respect as this church is a holy place.

Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

noun (historical (Germanic empire)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)

Μεγάλο Σάββατο

noun (day before Easter Sunday)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The disciples were in mourning on Holy Saturday because Jesus was dead.

Αγία Γραφή

noun (often plural (Holy Scripture: Biblical writings)

The preacher read a verse from the Holy Scripture.
Ο ιεροκήρυκας διάβασε ένα στίχο από την Αγία Γραφή.

Αγία Έδρα

noun (Vatican)

On Monday, the Holy See released a statement condemning the violence and calling for a peaceful resolution to the crisis.

γαμώτο

interjection (slang, vulgar (expressing shock) (καθομ, υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Our plane leaves in an hour!" "Holy s***! I thought we had five hours left!"

Άγιο Πνεύμα

noun (Christian trinity: Holy Ghost)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Holy Spirit is the third person in the Christian Trinity.

Μεγάλη Πέμπτη

noun (day before Good Friday)

The disciples ate the Last Supper on Holy Thursday.

η Αγία Τριάδα

noun (Christianity: God's threefold nature)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The doctrine of the Holy Trinity states that there is one God in three persons: Father, Son, and Holy Spirit.

σταυροφορία

noun (crusade, religious war)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγιασμός

noun (water blessed by a priest)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Holy water is said to have miraculous healing powers.

Μεγάλη Εβδομάδα

noun (week leading up to Easter)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
During Holy Week there are many preparations to be made for Easter Sunday.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του holy στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του holy

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.