Τι σημαίνει το beef στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης beef στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του beef στο Αγγλικά.

Η λέξη beef στο Αγγλικά σημαίνει μοσχαρίσιο κρέας, αγελάδα, κρέας, παράπονο, δύναμη, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, ενισχύω, φουσκώνω, ζωμός από μοσχαράκι, μοσχάρι μπρατσιόλε, ζωμός βοδινού, κρεατοπαραγωγικά βοοειδή, αγελάδα κρεατοπαραγωγής, πιάτο με βοδινό, εκτροφέας βοοειδών, καπνιστό βοδινό, βοδινό μεδούλι, σούπα με μοσχαράκι, μοσχαράκι στρογκανόφ, βοδινό λίπος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, παστό μοσχαρίσιο κρέας, κορν μπιφ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μοσχαρίσιος κιμάς, κιμάς, βλάκας, ηλίθιος, ροσμπίφ, ουρά κιλότου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης beef

μοσχαρίσιο κρέας

noun (uncountable (meat: cow, steer)

Would you like beef or pork?
Θα προτιμούσατε μοσχαρίσιο ή χοιρινό κρέας;

αγελάδα

noun (dated (adult cow, steer, bull) (το θηλυκό του είδους)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The farmer slaughtered the beeves for their meat.
Ο αγρότης έσφαζε τα βόδια για το κρέας τους.

κρέας

noun (uncountable, figurative, informal (flesh, brawn) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He's a strong man; he has more beef than Superman.

παράπονο

noun (slang (complaint)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The customer has a beef with management.

δύναμη

noun (figurative, informal (strength, force)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You're not swimming fast enough to break the record; put some beef into it!

παραπονιέμαι, γκρινιάζω

intransitive verb (mainly US, slang (complain)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm sick of listening to Joe beefing all the time.

παραπονιέμαι, γκρινιάζω

(mainly US, slang (complain) (για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He's always beefing about work.

ενισχύω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (make stronger, augment)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Indian spices beef up this vegetarian dish.
Τα ινδικά μπαχαρικά ενισχύουν αυτό το πιάτο για χορτοφάγους.

φουσκώνω

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (build muscle) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The coach told the young football player to beef up in the gym.
Ο προπονητής είπε στον νεαρό ποδοσφαιριστή να κάνει μπράτσα στο γυμναστήριο.

ζωμός από μοσχαράκι

noun (thin soup made by boiling beef)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Beef bouillon is the base for lots of soup recipes.

μοσχάρι μπρατσιόλε

noun (Italian dish of stuffed meat) (ιταλικό φαγητό)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ζωμός βοδινού

noun (bouillon: thin beef-flavored soup)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κρεατοπαραγωγικά βοοειδή

plural noun (cows kept for meat)

αγελάδα κρεατοπαραγωγής

noun (bovine farmed for meat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Beef cows, unlike dairy animals, are not milked daily.

πιάτο με βοδινό

noun (cookery: recipe containing meat) (μαγειρική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Beef Stroganoff is my favorite beef dish.
Το στρογκανόφ είναι το αγαπημένο μου πιάτο με βοδινό.

εκτροφέας βοοειδών

noun ([sb] who raises cattle for meat) (λόγιο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Beef farmers have suffered from the fall in meat prices.

καπνιστό βοδινό

noun (dried seasoned beef)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Beef jerky is a good source of protein and convenient when you go hiking in the woods.

βοδινό μεδούλι

noun (substance in cow bones)

σούπα με μοσχαράκι

noun (dish: beef and vegetables)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After a hard day's work, Tom was overjoyed to have a beef stew waiting for him at home.

μοσχαράκι στρογκανόφ

noun (meat dish with sautéed vegetables)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You need sour cream to make beef Stroganoff.

βοδινό λίπος

noun (cookery: fat of cow's kidney) (μαγειρική)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (US (beef: shoulder meat)

παστό μοσχαρίσιο κρέας

noun (US, Can (preserved salt beef)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
On St. Patrick's Day, Irish Americans enjoy a dish of corned beef and cabbage for supper.
Την ημέρα της γιορτής του Αγίου Πατρικίου, οι Αμερικανοί που έχουν καταγωγή από την Ιρλανδία τρώνε παστό μοσχαρίσιο κρέας με λάχανο για βραδινό.

κορν μπιφ

noun (UK (tinned, jellied beef)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (US (breakfast food)

μοσχαρίσιος κιμάς

noun (minced cattle meat)

The meat for ground beef usually comes from several different cows.
Το κρέας για τον μοσχαρίσιο κιμά συνήθως προέρχεται από πολλές και διαφορετικές αγελάδες.

κιμάς

noun (US (meat: ground beef)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mom needs a pound of hamburger to make meatballs.
Η μαμά χρειάζεται μισό κιλό κιμά για να φτιάξει κεφτεδάκια.

βλάκας, ηλίθιος

noun (informal (male: idiot)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ροσμπίφ

noun (cow's meat cooked in oven)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I used to love the way our house smelled when my mom cooked roast beef.
Μου άρεσε πολύ το πώς μύριζε το σπίτι μας, όταν η μαμά μου μαγείρευε ροσμπίφ.

ουρά κιλότου

noun (cut of meat: sirloin)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του beef στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του beef

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.