Τι σημαίνει το death στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης death στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του death στο Αγγλικά.

Η λέξη death στο Αγγλικά σημαίνει θάνατος, θάνατος, θάνατος, θάνατος, Χάρος, θάνατος, τέλος, χειρότερος και από θάνατο, βιασμός, ο Θάνατος, με το ένα πόδι στον τάφο, σκοτώνω, σηματοδοτώ το τέλος του/της, ξυλοκοπώ κπ/κτ μέχρι θανάτου, Μαύρος Θάνατος, πεθαίνω από αιμορραγία, πεθαίνω από ακατάσχετη αιμορραγία, κάνω κπ να σκυλοβαρεθεί, σκυλοβαριέμαι, εγκεφαλικός θάνατος, καίγομαι ζωντανός, κρυολογώ άσχημα, κρυώνω άσχημα, αιτία θανάτου, ξεγελάω τον θάνατο, σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου, χορός του θανάτου, χορός του θανάτου, αποζημίωση ασφάλειας σε περίπτωση θανάτου, θανάσιμο χτύπημα, πιστοποιητικό θανάτου, θάλαμος αερίων, ημερομηνία θανάτου, ημέρα θανάτου, προαναγγελία θανάτου, ιππότης του θανάτου, νεκρική μάσκα, death metal, κάρτα για αναγγελία θανάτου, αναγγελία θανάτου, θανατική ποινή, ποσοστό θνησιμότητας, επιθανάτιος ρόγχος, πτέρυγα μελλοθανάτων, θανατική ποινή, εκτελεστικό απόσπασμα, βλέμμα που σκοτώνει, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, απειλή κατά της ζωής, επιθανάτια αγωνία, πνέω τα λοίσθια, φόρος αίματος, επικίνδυνος, εντολή εκτέλεσης, καταδίκη, επιθυμία να πεθάνω, νεκροκρέβατο, πεθαίνω από φυσικά αίτια, το παρακάνω με κτ, το παρατραβάω με κτ, πρόωρος θάνατος, ξεπαγιάζω, παγώνω, συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/ριψοκίνδυνα, μανία θανάτου, αντιμέτωπος με το θάνατο, ταφόπλακα, η ζωή μετά θάνατον, η μετά θάνατον ζωή, βίος αβίωτος, ζωή χωρίς χαρά/συγκινήσεις, ζήτημα ζωής και θανάτου, φυσικός θάνατος, επιθανάτια εμπειρία, αλλιώς πέθανες, από του Χάρου τα δόντια, σκοτώνω, φοβάμαι πάρα πολύ, καταδίκη σε θάνατο, μπουχτίζω με κπ/κτ, ΣΑΒΘ, μαχαιρώνω κπ μέχρι θανάτου, σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου, παράταση με «ξαφνικό θάνατο», χαίρομαι πάρα πολύ, βίαιος θάνατος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης death

θάνατος

noun (act of dying)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
His death was sudden.
Το τέλος του ήταν ξαφνικό.

θάνατος

noun (way of dying)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She suffered a horrible death.
Ο άτυχος άντρας είχε πολύ άσχημο τέλος.

θάνατος

noun (instances of dying)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Many deaths could be prevented if people drove more carefully.
Πολλοί θάνατοι θα μπορούσαν να αποτραπούν εάν ο κόσμος οδηγούσε πιο προσεκτικά.

θάνατος

noun (uncountable (state of being dead)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The body looked peaceful in death.

Χάρος

noun (figurative (symbol carrying scythe)

Death came calling in the night.
Ο μαύρος καβαλάρης κράδαινε το δρεπάνι του μέσα στη νυχτιά.

θάνατος

noun (figurative (destruction)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The bombs rained death upon the land.
Οι βόμβες σκόρπισαν τον θάνατο στη χώρα.

τέλος

noun (figurative (end)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Budget cuts will cause the death of this project.

χειρότερος και από θάνατο

noun (figurative (terrible misfortune) (μοίρα, κατάσταση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βιασμός

noun (euphemism, obsolete (loss of virginity) (απώλεια παρθενίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ο Θάνατος

noun (death personified)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Some say that the devil is the Angel of Death.

με το ένα πόδι στον τάφο

adverb (figurative (very ill, about to die) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκοτώνω

verbal expression (cause [sb]'s death)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σηματοδοτώ το τέλος του/της

verbal expression (figurative (cause the decline of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Online news may prove to be the death of print media.

ξυλοκοπώ κπ/κτ μέχρι θανάτου

verbal expression (cause death by hitting repeatedly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The thieves beat the man to death in order to steal his wallet.

Μαύρος Θάνατος

noun (plague epidemic: 14th century)

The Black Death spread across Europe in the mid-14th century.

πεθαίνω από αιμορραγία, πεθαίνω από ακατάσχετη αιμορραγία

verbal expression (die of blood loss)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κπ να σκυλοβαρεθεί

verbal expression (figurative, informal (make very bored) (καθομιλουμένη)

σκυλοβαριέμαι

adjective (figurative, informal (be weary from lack of stimulation) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sitting in class, he was bored to death with the teacher's lecture. You looked bored to death during that play!
Μου έδωσες την εντύπωση ότι έπληξες αφόρητα με την παράσταση.

εγκεφαλικός θάνατος

noun (stopping of brain function)

καίγομαι ζωντανός

verbal expression (be killed by fire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Joan of Arc was burned to death.

κρυολογώ άσχημα, κρυώνω άσχημα

verbal expression (informal (catch a bad cold)

αιτία θανάτου

noun (medical reason [sb] has died)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
An autopsy may be necessary to discover the cause of death.

ξεγελάω τον θάνατο

verbal expression (escape [sth] life-threatening)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The dog cheated death in running across the busy street.

σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου

noun (colloquial (sudden infant death syndrome)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χορός του θανάτου

noun (symbolic dance)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χορός του θανάτου

noun (art theme)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αποζημίωση ασφάλειας σε περίπτωση θανάτου

noun (insurance)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θανάσιμο χτύπημα

noun (final attack)

πιστοποιητικό θανάτου

noun (official record of [sb]'s death)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I received my father's death certificate in the mail about a month after he passed.

θάλαμος αερίων

noun (gas chamber)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ημερομηνία θανάτου

noun (day on which [sb] died)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I have been able to track down his birth date but I can't find a record of his death date.

ημέρα θανάτου

noun (anniversary of death date)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προαναγγελία θανάτου

noun (figurative (sign of imminent demise) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The CD format sounded the death knell for cassettes.

ιππότης του θανάτου

noun (game character)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νεκρική μάσκα

(cast of dead person's face)

death metal

noun (music genre) (είδος μουσικής)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κάρτα για αναγγελία θανάτου

noun (card: announces [sb] has died)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The death notice was on black card, edged with gold.

αναγγελία θανάτου

noun (obituary) (απλή αναφορά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I didn't even realize she'd been ill until I saw the death notice in the newspaper.

θανατική ποινή

noun (capital punishment) (ποινή εκτέλεσης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His sentence was the death penalty.

ποσοστό θνησιμότητας

noun (number of people dying)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A country's population increases if the birth rate is higher than the death rate.

επιθανάτιος ρόγχος

noun (sound)

πτέρυγα μελλοθανάτων

noun (prison cell block)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some of the most violent criminals of our time are sitting on death row.

θανατική ποινή

noun (law: punishment of execution)

εκτελεστικό απόσπασμα

noun (group of executioners)

βλέμμα που σκοτώνει

noun (slang, figurative (hostile look) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I got the death stare from Alice when she saw me flirting with her boyfriend.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (duty payable on [sb]'s death)

He thought he would get a big inheritance from his father, but after the death tax it wasn't even enough to buy a car.

απειλή κατά της ζωής

noun (statement of intent to kill [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He has received death threats because of his opposition to the new immigration law.

επιθανάτια αγωνία

plural noun (final pangs, convulsions) (σπάνιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The animal's death throes gradually weakened.

πνέω τα λοίσθια

plural noun (figurative (business: before dissolution) (αρχαϊκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The troubled company is in its final death throes.

φόρος αίματος

noun (total number of deaths) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The death toll from the earthquake is rising rapidly as more and more bodies are found.
Ο απολογισμός των θυμάτων του σεισμού αυξάνεται γρήγορα καθώς εντοπίζονται περισσότερες σοροί.

επικίνδυνος

noun (figurative (unsafe building or vehicle)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εντολή εκτέλεσης

noun (order of execution) (θανατική ποινή)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καταδίκη

noun ([sth] that ends hope) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιθυμία να πεθάνω

noun (psychiatry: desire to die)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alex's behaviour is symptomatic of a death wish.

νεκροκρέβατο

noun (bed of a dying person)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All of the children were called to their father's deathbed.

πεθαίνω από φυσικά αίτια

verbal expression (die of natural causes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
According to the coroner's report, Brown died a natural death.

το παρακάνω με κτ, το παρατραβάω με κτ

verbal expression (informal, figurative, often passive (overdo [sth], do [sth] too often)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hollywood has done vampire movies to death.

πρόωρος θάνατος

noun (death before reaching old age)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
His smoking habit led to an early death.

ξεπαγιάζω

intransitive verb (figurative (person: get very cold)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Kate's friend was taking ages to open the door. "Hurry up," Kate shouted. "Let me in before I freeze!"
Η φίλη της Κέιτ αργούσε να ανοίξει την πόρτα. «Γρήγορα», φώναξε η Κέιτ. «Άνοιξέ μου πριν παγώσω!»

παγώνω

verbal expression (die of extreme cold) (με αποτέλεσμα να πεθάνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's so cold out here I think I'm going to freeze to death.

συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/ριψοκίνδυνα

verbal expression (informal (behave in a reckless way) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He drives that car as though he has a death wish.

μανία θανάτου

verbal expression (psychiatry: wish for death) (ψυχιατρική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A psychiatrist diagnosed James as having a death wish.

αντιμέτωπος με το θάνατο

expression (when confronting death)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A bullfighter stands in the face of death every time he goes into the ring.

ταφόπλακα

noun (figurative ([sth] with a destructive effect) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This timeslot has proved to be the kiss of death for many previous programs.

η ζωή μετά θάνατον, η μετά θάνατον ζωή

noun (afterlife)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βίος αβίωτος, ζωή χωρίς χαρά/συγκινήσεις

noun (joyless existence or experience)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sitting in history class was living death.

ζήτημα ζωής και θανάτου

noun (issue of vital importance)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Getting out of a burning house fast is a matter of life and death.

φυσικός θάνατος

noun (death resulting from natural causes)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My grandfather was killed in an accident, but my grandmother died a natural death.

επιθανάτια εμπειρία

noun (coming close to death)

αλλιώς πέθανες

adverb (on the threat of execution)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't tell anyone we're eloping, on pain of death!

από του Χάρου τα δόντια

adverb (figurative (out of mortal danger) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In the last scene, the hero snatches the heroine from the jaws of death just in time.

σκοτώνω

verbal expression (often passive (execute)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In the past, criminals were often put to death in the most brutal manner.

φοβάμαι πάρα πολύ

adjective (figurative, informal (terrified)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When I was a child I was scared to death of werewolves.

καταδίκη σε θάνατο

noun (being condemned to execution)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The judge passed a sentence of death on the convicted murderer.

μπουχτίζω με κπ/κτ

verbal expression (figurative, informal (have had enough of)

ΣΑΒΘ

noun (acronym (sudden infant death syndrome)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μαχαιρώνω κπ μέχρι θανάτου

verbal expression (often passive (kill [sb] by knife attack)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου

noun (death of a baby during sleep)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παράταση με «ξαφνικό θάνατο»

noun (sport: tiebreak period) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χαίρομαι πάρα πολύ

adjective (informal, figurative (delighted)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I heard you two were getting married, I was tickled pink.
Όταν έμαθα ότι οι δυο σας θα παντρευτείτε χάρηκα πάρα πολύ.

βίαιος θάνατος

noun (loss of life due to accident or attack)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He suffered a violent death at the hands of an unknown attacker.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του death στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του death

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.