Τι σημαίνει το level στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης level στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του level στο Αγγλικά.

Η λέξη level στο Αγγλικά σημαίνει επίπεδος, οριζόντιος, επίπεδος, στο ίδιο ύψος, επίπεδο, επίπεδο, ισιώνω, ισόπαλος, αμφίρροπος, κοφτός, ίσια, ευθεία, βαθμός, επίπεδα, αλφάδι, όροφος, επίπεδο, επίπεδο, επίπεδο, επίπεδο, ύψος, επίπεδο, ύψος, στοχεύω, ισιώνω, στοχεύω με κτ σε κπ, εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω, κατεδαφίζω, ισοπεδώνω, σταθεροποιούμαι, ισιώνω, εξισορροπώ, ισιώνω, εξισορροπώ, ανεβαίνω επίπεδο, είμαι ειλικρινής με κπ, απολυτήριες εξετάσεις, απολυτήριες εξετάσεις, πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, κατώτερο τμήμα ποταμού, κατώτερο τμήμα, είμαι ισόπαλος, είμαι ισόβαθμος, επίπεδο σακχάρου στο αίμα, επίπεδο χοληστερίνης, επίπεδο εγκληματικότητας, επίπεδο ενέργειας, επίπεδα ενέργειας, κατώτερο επίπεδο, βασικό επίπεδο, αρχάριος, αρχάριος, το ύψος των ματιών, Γενικό Πιστοποιητικό Σπουδών, ισόγειο, ισόγειο, χαμηλότερη θέση ιεραρχίας, προχωρημένος, δόκιμη, επίσημη γλώσσα, ενδιάμεσο επίπεδο, ισόπεδη σιδηροδρομική διάβαση, λογικός, συνετός, ίσοι όροι, εξισορροπώ τις ανισότητες, βασικού επιπέδου, γλώσσα χαμηλού επιπέδου, κατώτατη κοινωνική τάξη, κατώτατο επίπεδο, έντιμος, τίμιος, όριο της φτώχειας, μειωμένο επίπεδο, στάθμη της θάλασσας, στη στάθμη της θάλασσας, συμφωνία επιπέδου παροχής υπηρεσιών, επίπεδο δεξιοτήτων, επίπεδο ικανοτήτων, αλφάδι, πολυεπίπεδος, όριο επιβίωσης, ανώτατος, ψηλότερος όροφος, στάθμη του νερού, ίσαλος γραμμή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης level

επίπεδος

adjective (even, flat)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The surface of the shelf had a few bumps, so it wasn't completely level.
Η επιφάνεια του ραφιού είχε μερικά εξογκώματα, άρα δεν ήταν εντελώς επίπεδη.

οριζόντιος, επίπεδος

adjective (horizontal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You could tell that the pool table wasn't level by the way the balls rolled.
Μπορούσε να δει κανείς ότι το τραπέζι του μπιλιάρδου δεν ήταν οριζόντιο από τον τρόπο που κυλούσαν οι μπάλες.

στο ίδιο ύψος

adjective (at the same altitude)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The two planes were level.
Τα δύο αεροπλάνα πετούσαν στο ίδιο ύψος.

επίπεδο

noun (stage, degree)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Which level are you at in the computer game?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είμαι στην τελευταία πίστα του παιχνιδιού.

επίπεδο

noun (rank, order) (βαθμός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What level has he reached in the hierarchy?
Τι επίπεδο έχει φτάσει στην ιεραρχία;

ισιώνω

transitive verb (make even, flat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They brought in a bulldozer to level the land around the house.
Έφεραν έναν εκσκαφέα για να ισιώσει (or: ισοπεδώσει) τη γη γύρω από το σπίτι.

ισόπαλος

adjective (equal, tied)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The two teams were level at halftime.
Οι δυο ομάδες ήταν ισόπαλες στο ημίχρονο.

αμφίρροπος

adjective (sport: with no clear leader)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was all still level at halftime.
Τα πάντα ήταν αμφίρροπα στο ημίχρονο.

κοφτός

adjective (spoonful: flat, not heaped)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No, the recipe calls for a level teaspoon, not a rounded teaspoon of sugar.
Όχι, η συνταγή λέει μια κοφτή κουταλιά του γλυκού ζάχαρη και όχι γεμάτη.

ίσια, ευθεία

adverb (on an even plane)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The plane flew level for a few minutes, and then descended.
Το αεροπλάνο πέταξε ίσια για λίγα λεπτά και μετά άρχισε την κάθοδο.

βαθμός

noun (measure of quantity, degree)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There was a high level of hostility.
Υπήρχε μεγάλος βαθμός εχθρικότητας.

επίπεδα

noun (measurement of bodily fluid)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
His blood levels are good now, doctor.
Τα επίπεδα του αίματος είναι καλά τώρα, γιατρέ.

αλφάδι

noun (tool)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Melanie used a level to make sure that the table was flat.
Η Μέλανι χρησιμοποίησε ένα αλφάδι για να βεβαιωθεί ότι το τραπέζι ήταν επίπεδο.

όροφος

noun (floor or storey of building)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She lived on the third level.
Έμενε στον τρίτο όροφο.

επίπεδο

noun (flat surface)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You need to apply the concrete on the level.
Πρέπει να στρώσουμε μπετόν σ' αυτό το επίπεδο.

επίπεδο

noun (flat land)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The house needs to be built upon a level.
Το σπίτι πρέπει να χτιστεί σε επίπεδο (or: επίπεδη επιφάνεια).

επίπεδο

noun (fair, equal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This game is good because it forces everybody to play on the same level.
Αυτό το παιχνίδι είναι καλό γιατί υποχρεώνει τους παίκτες να παίζουν στην ίδια βάση.

επίπεδο, ύψος

noun (height)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
At that level, he should have a good view of the mountains.
Από αυτό το επίπεδο (or: ύψος), θα πρέπει να έχει πολύ καλή θέα στα βουνά.

επίπεδο, ύψος

noun (aircraft: altitude)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The aircraft were all flying at the same level.
Τα αεροπλάνα πετούσαν όλα στο ίδιο επίπεδο (or: ύψος).

στοχεύω

intransitive verb (aim: a weapon)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He took hold of his gun, looked at the enemy soldier and levelled.
Έπιασε το όπλο του, κοίταξε τον εχθρό και στόχευσε.

ισιώνω

transitive verb (position on the same level)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She levelled the three photo frames.
Ίσιωσε τις τρεις κορνίζες.

στοχεύω με κτ σε κπ

transitive verb (aim: a gun, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He levelled the gun at his hostage, then fired.
Σημάδεψε με το όπλο τον όμηρο και πυροβόλησε.

εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω

transitive verb (figurative (direct: a criticism, an accusation) (μεταφορικά: κτ σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They levelled some terrible accusations against him.
Εκτόξευσαν ορισμένες φριχτές κατηγορίες εναντίον του.

κατεδαφίζω

transitive verb (remove, destroy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They levelled the old building to build a new one.
Κατεδάφισαν (or: Γκρέμισαν) το παλιό κτήριο για να χτίσουν ένα καινούριο.

ισοπεδώνω

transitive verb (person: knock down)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The skier was levelled when hit from behind by another skier.
Ο σκιέρ ισοπεδώθηκε όταν χτυπήθηκε από έναν άλλον σκιέρ.

σταθεροποιούμαι

phrasal verb, intransitive (become even, stable)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The population of the world is expected to grow to about 9 billion, but then to level off.
Ο παγκόσμιος πληθυσμός αναμένεται να αυξηθεί ως τα 9 δισεκατομμύρια περίπου, στη συνέχεια όμως θα σταθεροποιηθεί.

ισιώνω, εξισορροπώ

phrasal verb, transitive, separable (make even)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ισιώνω, εξισορροπώ

phrasal verb, intransitive (figurative (become even)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I go out with my boyfriend, sometimes I pay and sometimes he does. It levels out in the end.

ανεβαίνω επίπεδο

phrasal verb, intransitive (informal (computer game: reach next stage)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι ειλικρινής με κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (speak honestly to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He decided to level with her about the dent in the car and told her about the accident.

απολυτήριες εξετάσεις

noun (UK, often plural (Advanced level: exam)

Graham failed all his A levels so was unable to get into university.

απολυτήριες εξετάσεις

noun (UK (advanced school-leaving exam) (από το λύκειο)

Anna did her A-level exams last summer.

πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας

expression (higher than sea's surface)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατώτερο τμήμα ποταμού

noun (river's lowest point)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κατώτερο τμήμα

noun (lowest point)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

είμαι ισόπαλος, είμαι ισόβαθμος

verbal expression (UK, informal (be in equal position)

επίπεδο σακχάρου στο αίμα

noun (glucose in blood: amount)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sometimes my blood sugar level drops and I pass out.

επίπεδο χοληστερίνης

noun (amount of cholesterol in the blood)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My high cholesterol level is due to the huge amount of cheese I eat.

επίπεδο εγκληματικότητας

noun (amount of crime)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The crime level has dropped during the recent recession, surprising the law enforcement experts.

επίπεδο ενέργειας

noun (energy of physical system when stationary)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Electrons can jump from one energy level to another.

επίπεδα ενέργειας

noun (usually plural (degree of physical stamina)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κατώτερο επίπεδο, βασικό επίπεδο

noun (job: low position)

An accountant employed by our firm at entry level can expect to earn $50,000 a year.

αρχάριος

adjective (job: low position)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Most college graduates start with an entry-level job, but hope for a quick promotion.

αρχάριος

adjective (basic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is an entry-level instrument suitable for beginners.

το ύψος των ματιών

noun (same height as [sb]'s eyes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Γενικό Πιστοποιητικό Σπουδών

noun (UK, initialism (General Certificate of Education)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ισόγειο

noun (at the level of the ground)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many good photos of plants are taken at ground level.

ισόγειο

noun (floor nearest the ground)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kitchenware is located at ground level in this store. Most buildings are entered at ground level.
Τα μαγειρικά σκεύη βρίσκονται στο ισόγειο σε αυτό το μαγαζί. Τα περισσότερα κτίρια έχουν είσοδο στο ισόγειο.

χαμηλότερη θέση ιεραρχίας

noun (figurative (lowest level of hierarchy) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Recruits and conscripts normally enter the military at ground level.

προχωρημένος

adjective (advanced)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

δόκιμη, επίσημη γλώσσα

noun (formal language)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C++ is a high-level language. High level programming languages use more human-like syntax.

ενδιάμεσο επίπεδο

noun (medium degree of competence)

I speak French pretty well, but I never got past the intermediate level in Hebrew.

ισόπεδη σιδηροδρομική διάβαση

noun (UK (railroad intersection) (επίσημο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λογικός, συνετός

adjective (sensible, reasonable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm surprised he panicked - he's normally such a level-headed person.

ίσοι όροι

noun (figurative (equality, fair situation)

We can only compete if we're all on a level playing field.

εξισορροπώ τις ανισότητες

verbal expression (figurative (make opportunities equal for all)

βασικού επιπέδου

adjective (basic level)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Introductory Physical Science is a low-level course.

γλώσσα χαμηλού επιπέδου

noun (computer code) (πληροφορική, προγραμματισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Assembly language is a typical example of a low-level language.
Η Assembly είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα γλώσσας χαμηλού επιπέδου.

κατώτατη κοινωνική τάξη

noun (poorest, most inferior)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The school was terrible, providing only the lowest level of education.

κατώτατο επίπεδο

noun (base)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έντιμος, τίμιος

adjective (slang, figurative (honest, without trickery)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
So, this deal is on the level?

όριο της φτώχειας

noun (income level)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μειωμένο επίπεδο

noun (lesser degree or amount)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A reduced level of pollution has been detected in that area.

στάθμη της θάλασσας

noun (sea's surface height)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
One third of the Netherlands is at or below sea level. Global warming is causing sea levels to rise worldwide.
Το ένα τρίτο της Ολλανδίας είναι στη στάθμη της θάλασσας ή κάτω από αυτή. Η υπερθέρμανση του πλανήτη προκαλεί την αύξηση της στάθμης της θάλασσας παγκοσμίως.

στη στάθμη της θάλασσας

noun as adjective (at sea's surface height)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμφωνία επιπέδου παροχής υπηρεσιών

noun (contract defining scope of [sth] to be provided)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επίπεδο δεξιοτήτων, επίπεδο ικανοτήτων

noun (degree of competence or expertise)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλφάδι

noun (device for determining a horizontal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πολυεπίπεδος

adjective (divided into levels or floors) (επίπεδα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όριο επιβίωσης

noun (low standard of living)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
In parts of the world, most poor people live below the subsistence level.

ανώτατος

noun as adjective (relating to highest authority)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψηλότερος όροφος

noun (higher storey or floor of a building)

στάθμη του νερού

noun (surface level of water)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ίσαλος γραμμή

noun (point vessel is immersed)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του level στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του level

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.