Τι σημαίνει το deepest στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης deepest στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του deepest στο Αγγλικά.

Η λέξη deepest στο Αγγλικά σημαίνει βαθύτερος, βαθύτερος, εντονότερος, ισχυρότερος, βαθύς, βαθύς, βαθιά, που έχει βάθος, στο βάθος, βαθύς, βαθύς, βαθυστόχαστος, βαθύς, βυθισμένος, βαθύς, βαθιά, τα βάθη της θάλασσας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης deepest

βαθύτερος

adjective (going down the furthest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The divers prepared to go down to the deepest underwater cave.

βαθύτερος

adjective (figurative (most meaningful) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is the deepest poem I've ever read.

εντονότερος, ισχυρότερος

adjective (figurative (most intense)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He wrapped his arms around her and gave her the deepest kiss of her life.

βαθύς

adjective (extending far down)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The lake is very deep near the centre.
Η λίμνη είναι πολύ βαθιά προς στο κέντρο.

βαθύς

adjective (low in pitch) (ήχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A deep sound came out of the pipe organ.
Ένας βαθύς ήχος βγήκε από την γκάιντα.

βαθιά

adjective (situated far down)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The submarine was deep under the surface of the water.
Το υποβρύχιο βρίσκονταν βαθιά κάτω απ' την επιφάνεια του νερού.

που έχει βάθος

adjective (container, etc.: tall)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The box is twenty centimetres wide and thirty centimetres deep.
Το κουτί έχει είκοσι εκατοστά πλάτος και τριάντα εκατοστά βάθος.

στο βάθος

adjective (extending far inwards)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I have found him! He is deep in the crowd, near the centre.
Τον βρήκα! Είναι στο βάθος του πλήθους, κοντά στο κέντρο.

βαθύς

adjective (dark in color) (σκούρος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The shirt was deep blue in colour.
Το πουκάμισο είχε βαθύ μπλε χρώμα.

βαθύς

adjective (figurative (extreme) (μεταφορικά: ύπνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was in a deep sleep and couldn't be woken.
Βρίσκονταν σε βαθύ ύπνο και δεν τον ξύπναγε κανείς.

βαθυστόχαστος

adjective (figurative (profound, meaningful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I never realized what a deep thinker he is till I talked to him today.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι βαθυστόχαστος από τη φύση του. Ο τρόπος που σκέφτεται αποτελεί πηγή έμπνευσης για πολλούς.

βαθύς

adjective (rich in emotion) (για συναίσθημα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He really expressed his deep emotions for me today.
Πραγματικά εξέφρασε τα βαθιά του συναισθήματα για μένα σήμερα.

βυθισμένος

adjective (figurative (absorbed) (μεταφορικά: σε σκέψεις)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
She is deep in thought.

βαθύς

adjective (figurative (mysterious) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a deep, dark mystery, which I am longing to solve.

βαθιά

adverb (deeply)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ants dig deep in the ground.

τα βάθη της θάλασσας

noun (sea)

The giant octopus came out of the deep and approached the submarine.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του deepest στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του deepest

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.