Τι σημαίνει το bottom στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bottom στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bottom στο Αγγλικά.

Η λέξη bottom στο Αγγλικά σημαίνει πάτος, κάτω μέρος, πισινά, οπίσθια, κάτω μέρος, τέλος, βάθος, χαμηλότερος, πάτος, τα χαμηλά, τέλος, ρίζα, πηγή, δεύτερο μέρος περιόδου, κάτω μέρος, πατώνω, φτάνω στο μέγιστο βάθος, χαμηλώνω, κατεβάζω, επεξεργάζομαι, αναλύω, βάζω πάτο, φτάνω το κατώτερο σημείο, βασικά, ουσιαστικά, ευθύνομαι για κάτι, στους πρόποδες, παντελόνι καμπάνα, καμπάνα, ό,τι στοίχημα θες, τελευταίο συρτάρι, κάτω συρτάρι, τελευταίο συρτάρι, κάτω άκρο, κάτω μέρος, υδρόβιος οργανισμός που βρίσκει την τροφή του στον πυθμένα θάλασσας ή ποταμού, ρεζουμέ, κέρδος ή απώλεια, κάτω χείλος, χαμηλής ποιότητας, βήτα διαλογής, πάτος, κάτω δεξιά, επέμβαση στα αναπαραγωγικά όργανα, των καθαρών κερδών, κάτω δεξιά, από κάτω προς τα πάνω, από κάτω προς τα πάνω, ρεματιά, ο πιο κάτω, από πάνω μέχρι κάτω, απόλυτα, εντελώς, ξεκαθαρίζω, φτάνω στον πάτο, βυθός του ωκεανού, πιάνω πάτο, πολύ χαμηλές τιμές, εξαιρετικά χαμηλές τιμές, πορεύομαι με ό,τι έχω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bottom

πάτος

noun (container, ocean: deepest part)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He found the toy at the bottom of the box.
Βρήκε το παιχνίδι στο βάθος του κουτιού.

κάτω μέρος

noun (thing, place: lowest part)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The bathroom is at the bottom of the stairs. How do I set the page numbers to appear at the bottom of the page?
Το μπάνιο είναι στο κάτω μέρος της σκάλας. Πώς θα κάνω τους αριθμούς των σελίδων να εμφανίζονται στο κάτω μέρος της σελίδας;

πισινά, οπίσθια

noun (informal (buttocks)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The angry mother spanked her child's bottom.
Θυμωμένη η μητέρα χτύπησε το παιδί στον πισινό (or: ποπό).

κάτω μέρος

noun (seat, boat: underside)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The bottom of your seat can be used as a flotation device.
Το κάτω μέρος της θέσης σας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο επίπλευσης.

τέλος, βάθος

noun (part furthest away) (μακριά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The theatre is at the bottom of the street.
Το θέατρο είναι στο τέλος (or: βάθος) του δρόμου.

χαμηλότερος

adjective (lowest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The lobby is located on the bottom floor.
Η αίθουσα αναμονής βρίσκεται στον κάτω όροφο.

πάτος

noun (lowest level) (μτφ, πιθανώς προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
James never studied, so it's no surprise that he's at the bottom of his class.
Ο Τζέιμς δεν διάβαζε ποτέ, γι' αυτό δεν με εκπλήσσει το ότι βρίσκεται στον πάτο της τάξης.

τα χαμηλά

noun (lowest rank)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He started at the bottom and ended up as CEO.
Ξεκίνησε από τα χαμηλά και έφτασε να γίνει διευθύνων σύμβουλος.

τέλος

noun (lowest priority)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That chore is at the bottom of my list.
Αυτή η δουλειά είναι στο τέλος της λίστας μου.

ρίζα, πηγή

noun (figurative (cause) (μτφ: αιτία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Let's get to the bottom of this problem.

δεύτερο μέρος περιόδου

noun (baseball: second half of inning) (μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ruth hit a home run in the bottom of the ninth inning.

κάτω μέρος

plural noun (informal (pyjamas, etc.: trousers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πατώνω

intransitive verb (vessel: hit ocean or lake floor)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The ship bottomed on the coral reef.

φτάνω στο μέγιστο βάθος

intransitive verb (reach lowest point)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The submarine bottomed at nine fathoms.

χαμηλώνω, κατεβάζω

transitive verb (bring to lowest point) (μέχρι/έως/σε)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The pilot bottomed the plane at a thousand feet.
Ο πιλότος έριξε το αεροπλάνο στα χίλια πόδια.

επεξεργάζομαι, αναλύω

transitive verb (US (work out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's bottom this matter once and for all.

βάζω πάτο

transitive verb (put a bottom on) (σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I've nearly finished making the crate - I've just got to bottom it.

φτάνω το κατώτερο σημείο

phrasal verb, intransitive (reach lowest point)

It appears that the recession has bottomed out, and we are seeing an improvement in economic conditions. Drug addicts may have to bottom out before they accept that they need help.
Φαίνεται ότι η ύφεση έφτασε στο κατώτερο σημείο και τώρα βλέπουμε μια βελτίωση στις οικονομικές συνθήκες. Οι ναρκομανείς μπορεί να πρέπει να πιάσουν πάτο πριν αποδεχθούν ότι χρειάζονται βοήθεια.

βασικά, ουσιαστικά

adverb (basically, in reality)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ευθύνομαι για κάτι

verbal expression (figurative (be the cause of [sth])

Childhood experiences are often at the bottom of adult complexes.

στους πρόποδες

verbal expression (be at the lowest part of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The village is at the bottom of the mountain.

παντελόνι καμπάνα

plural noun (clothing: flared pants)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καμπάνα

adjective (clothing: having flared legs) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

ό,τι στοίχημα θες

verbal expression (US, figurative, informal (be certain) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can bet your bottom dollar I'll get home in time for supper.

τελευταίο συρτάρι, κάτω συρτάρι

noun (lowest drawer in a chest)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I keep sweaters in the bottom drawer of my bureau.

τελευταίο συρτάρι

noun (figurative, dated, UK (for things in married life)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As a girl, my great-grandmother put all her embroidery samplers in the bottom drawer of the blanket chest that she would take into her marriage.

κάτω άκρο, κάτω μέρος

noun (engine: larger end of rod)

υδρόβιος οργανισμός που βρίσκει την τροφή του στον πυθμένα θάλασσας ή ποταμού

noun (fish, etc.: on river, sea bed)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
These fish are bottom feeders and not kept by fishermen.

ρεζουμέ

noun (figurative, informal (crucial fact) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The bottom line is you cannot be late for work anymore.
Το ρεζουμέ είναι ότι δεν μπορείς πλέον να αργείς στη δουλειά.

κέρδος ή απώλεια

noun (informal, figurative (business: profit or loss) (επιχείρησης)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We will go bankrupt if we have another year with these bottom line results.

κάτω χείλος

noun (informal (lower external part of mouth)

χαμηλής ποιότητας, βήτα διαλογής

noun (figurative, informal (poor quality)

Her last boyfriend was really the bottom of the barrel.
Ο τελευταίος της φίλος ήταν στ' αλήθεια βήτα διαλογής.

πάτος

noun (informal, figurative ([sth] or [sb] very lowly) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάτω δεξιά

adverb (at the lower right-hand side)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

επέμβαση στα αναπαραγωγικά όργανα

noun (gender transition: surgical procedure) (για αλλαγή φύλου)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

των καθαρών κερδών

noun as adjective (business: of profit, loss)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We will go bankrupt if we have another year with these bottom-line results.
Θα φαλιρίσουμε αν έχουμε άλλη μια χρονιά με τέτοια αποτελέσματα στα καθαρά κέρδη.

κάτω δεξιά

adjective (at lower right-hand area)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

από κάτω προς τα πάνω

adjective (hierarchical: working upwards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

από κάτω προς τα πάνω

adjective (design, programming approach: strategic) (προσέγγιση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρεματιά

noun (geology: area of lowland)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ο πιο κάτω

adjective ([sth] at the very bottom)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

από πάνω μέχρι κάτω

adverb (highest point to lowest)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You should apply paint from top to bottom.

απόλυτα, εντελώς

adverb (figurative, informal (completely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The current owners are ruining the football club from top to bottom.

ξεκαθαρίζω

verbal expression (figurative, informal (solve [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nobody will be allowed to go home until we get to the bottom of this and discover who gave the order to sell the shares.

φτάνω στον πάτο

verbal expression (figurative, informal (reach lowest, worst level) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mike hit rock bottom when he failed all his exams.

βυθός του ωκεανού

noun (sea bed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When ships sink, they fall to the ocean bottom.

πιάνω πάτο

noun (figurative (lowest point) (καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Dave was at rock bottom when his girlfriend left him.
Ο Ντέιβ έπιασε πάτο όταν τον παράτησε η κοπέλα του.

πολύ χαμηλές τιμές, εξαιρετικά χαμηλές τιμές

plural noun (informal (extremely low costs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I don't know how they make any money with such rock-bottom prices.

πορεύομαι με ό,τι έχω

verbal expression (figurative, informal (resort to [sth], [sb] inferior)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bottom στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bottom

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.