Τι σημαίνει το deliver στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης deliver στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του deliver στο Αγγλικά.

Η λέξη deliver στο Αγγλικά σημαίνει παραδίδω, παραδίνω, βγάζω, βγάζω, ανταποκρίνομαι με επιτυχία, ξεγεννώ, γεννάω, γεννώ, δίνω, παραδίδω, παραδίνω, απελευθερώνω, ελευθερώνω, εκπληρώνω, ξεγεννάω, ξεγεννώ, παραδίδω διάλεξη, βγάζω λόγο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης deliver

παραδίδω, παραδίνω

transitive verb (carry, distribute)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The postman delivered the letters.
Ο ταχυδρόμος μοίρασε τα γράμματα.

βγάζω

transitive verb (give: a speech) (λόγο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She delivered a speech on molecular biology.
Έβγαλε λόγο με θέμα τη μοριακή βιολογία.

βγάζω

transitive verb (pass: a judgment) (απόφαση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The jury delivered a verdict of not guilty.
Ο δικαστής έβγαλε απόφαση πως δεν είναι ένοχος.

ανταποκρίνομαι με επιτυχία

intransitive verb (figurative (fulfill a commitment or hope) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When asked to increase sales by 20%, he delivered.
Όταν του ζητήθηκε να αυξήσει τις πωλήσεις κατά 20%, τα κατάφερε.

ξεγεννώ

transitive verb (medical: assist birth) (τη γυναίκα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor delivered over 40 babies last year.
Ο γιατρός ξεγέννησε πάνω από 40 γυναίκες πέρυσι.

γεννάω, γεννώ

transitive verb (give birth to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The mother delivered her baby in a birthing pool.
Η μητέρα γέννησε το μωρό της σε μια πισίνα τοκετού.

δίνω

transitive verb (send) (πάσα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
During the game, he skillfully delivered several difficult passes.

παραδίδω, παραδίνω

transitive verb (hand over) (κάποιον σε κάποιον άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police delivered the child to her parents after she wandered off.

απελευθερώνω, ελευθερώνω

(liberate, rescue) (κάποιον από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The commandos delivered the hostages from captivity.

εκπληρώνω

phrasal verb, transitive, inseparable (fulfil, go through with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark is very reliable, as he always delivers on his promises.

ξεγεννάω, ξεγεννώ

verbal expression (assist a woman to give birth)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραδίδω διάλεξη

verbal expression (speak to an audience on a given subject)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The speaker chose to deliver a lecture on the evils of war.

βγάζω λόγο

verbal expression (speak publicly)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του deliver στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του deliver

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.