Τι σημαίνει το departamento στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης departamento στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του departamento στο ισπανικά.

Η λέξη departamento στο ισπανικά σημαίνει τμήμα, τμήμα, γεωγραφικό διαμέρισμα, διαμέρισμα, κουπέ, γραφείο, σχολή, γραμμής, υπηρεσία, μονάδα, μικρό διαμέρισμα, διαμέρισμα, διαμέρισμα, διαμέρισμα, διαμέρισμα, μονάδα, διαμέρισμα, τμηματικός, πυροσβεστική, τριώροφο διαμέρισμα, Υπηρεσία Δίωξης Κοινού Εγκλήματος, Υπουργείο Παιδιών και Οικογενειών, Υπουργείο Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών, στέγαση και αστική ανάπτυξη, τμήμα προσωπικού, τμήμα ανθρώπινου δυναμικού, τμήμα ανθρώπινων πόρων, πωλήσεις, συγκάτοικος, υπεύθυνος καταστήματος, υπεύθυνη καταστήματος, τμήμα καλών τεχνών, υπουργείο υγείας, αρχηγός της αστυνομίας, τμήμα υποδημάτων, ζητήματα καταναλωτών, θέματα καταναλωτών, τμήμα εξυπηρέτησης πελατών, Υπουργείο Υγείας, Υπουργείο Περιβάλλοντος, επιπλωμένο σπίτι, Τμήμα Δικαστικών Υποθέσεων, Τμήμα Μάρκετινγκ, τμήμα πωλήσεων, δίωξη ναρκωτικών, Υπουργείο Εμπορείου και Βιομηχανίας, Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών, διαμέρισμα στο οποίο ανεβαίνει κανείς χωρίς ασανσέρ, Υπουργείο Άμυνας, Υπουργείο Αμύνης, Υπουργείο Υγείας, νομικό τμήμα, Υπουργείο Περιβάλλοντος, Μεταφορών και Περιφερειών, Υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλισης, σκηνικό, διαφημιστικό τμήμα, μισθοδοσία, τμήμα με πολύ μικρά μεγέθη, housekeeping, Υπουργείο Εξωτερικών, τοπογραφική υπηρεσία, τμήμα προσωπικού, τμήμα ανθρώπινου δυναμικού, αστυνομικό τμήμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης departamento

τμήμα

(εταιρεία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Trabaja en el departamento de contabilidad.
Δουλεύει στο λογιστικό τμήμα.

τμήμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El Departamento de Economía de esta universidad es muy respetado.
Το Τμήμα Οικονομικών αυτού του πανεπιστημίου θεωρείται πολύ καλό.

γεωγραφικό διαμέρισμα

nombre masculino (división regional)

La Francia metropolitana está dividida en muchos departamentos.

διαμέρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He vivido en apartamentos durante años, pero ahora voy a comprarme una casa.
Ζούσα σε διαμέρισμα για χρόνια, αλλά τώρα θα αγοράσω μονοκατοικία.

κουπέ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tenían un compartimento de primera clase para ellos solos.
Είχαν ένα ολόκληρο κουπέ πρώτης θέσης δικό τους.

γραφείο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El departamento está al final del pasillo a la izquierda.
Το γραφείο είναι στο τέρμα του διαδρόμου στα αριστερά.

σχολή

(τμήμα πανεπιστημίου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El Departamento de Historia forma parte de la Facultad de Ciencias Sociales.

γραμμής

(αδόκιμο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le pediré un consejo a la supervisora de mi departamento antes de hablar con el jefe.

υπηρεσία

(entidad gubernamental)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El Departamento de Inmigración tramita las visas.

μονάδα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay doce departamentos en este edificio.

μικρό διαμέρισμα

διαμέρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hay un total de 60 apartamentos en el edificio.

διαμέρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tiene un apartamento en un edificio junto al lago.
Είναι ιδιοκτήτης ενός διαμερίσματος δίπλα στη λίμνη.

διαμέρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διαμέρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi apartamento es muy pequeño. Solo tiene un dormitorio.
Το διαμέρισμά μου είναι πολύ μικρό. Έχει μόνο ένα υπνοδωμάτιο.

μονάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El hospital tiene una unidad especializada en tratar lesiones de columna.

διαμέρισμα

(abreviatura)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τμηματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La dinámica departamental en el departamento de matemática se ha puesto tensa últimamente.

πυροσβεστική

Alguien llamó a los bomberos después de que encendiésemos una fogata. Los bomberos tardaron cinco horas en apagar la casa en llamas.

τριώροφο διαμέρισμα

Υπηρεσία Δίωξης Κοινού Εγκλήματος

(sigla en inglés)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Υπουργείο Παιδιών και Οικογενειών

(acrónimo)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Υπουργείο Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών

(acrónimo, voz inglesa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στέγαση και αστική ανάπτυξη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τμήμα προσωπικού, τμήμα ανθρώπινου δυναμικού, τμήμα ανθρώπινων πόρων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Asegúrate de avisarle a personal sobre tu cambio de domicilio para que puedan mantener actualizados los registros.
Βεβαιώσου πως θα ενημερώσεις το τμήμα προσωπικού για την αλλαγή στη διεύθυνσή σου ώστε να είναι επικαιροποιημένος ο φάκελός σου.

πωλήσεις

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Darren le demostró la última edición del producto a ventas.

συγκάτοικος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Cuando llegué a casa, descubrí que mi compañero de piso había preparado la cena.
Όταν επέστρεψα σπίτι, ανακάλυψα πως ο συγκάτοικός μου μας είχε φτιάξει βραδινό.

υπεύθυνος καταστήματος, υπεύθυνη καταστήματος

τμήμα καλών τεχνών

nombre masculino (escuela)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El departamento de artes dio la bienvenida a cincuenta nuevos estudiantes este año.

υπουργείο υγείας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¡La consejería de sanidad local ni siquiera puede despachar las vacunas de la gripe!

αρχηγός της αστυνομίας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Los reporteros le preguntaron al comisario sobre su opinión en el caso.

τμήμα υποδημάτων

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puede ser que encuentres betún en el departamento de calzado.

ζητήματα καταναλωτών, θέματα καταναλωτών

(ES)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τμήμα εξυπηρέτησης πελατών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Υπουργείο Υγείας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El Departamento de Salud recomienda vacunar a la población contra el virus H1N1.

Υπουργείο Περιβάλλοντος

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El Departamento del Medio Ambiente está recibiendo más apoyo tanto por ciudadanos como por el gobierno mismo.

επιπλωμένο σπίτι

Quisiera alquilar un piso amueblado para poder ahorrar un poco de dinero.

Τμήμα Δικαστικών Υποθέσεων

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Τμήμα Μάρκετινγκ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
n común

τμήμα πωλήσεων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Esta es la sección administrativa, el departamento de ventas está en el edificio contiguo.

δίωξη ναρκωτικών

(αστυνομία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Υπουργείο Εμπορείου και Βιομηχανίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών

nombre propio masculino (agencia del gobierno) (Η.Π.Α.)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διαμέρισμα στο οποίο ανεβαίνει κανείς χωρίς ασανσέρ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Υπουργείο Άμυνας, Υπουργείο Αμύνης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Υπουργείο Υγείας

nombre propio masculino (Estados Unidos)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νομικό τμήμα

Υπουργείο Περιβάλλοντος, Μεταφορών και Περιφερειών

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλισης

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σκηνικό

(televisión, teatro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διαφημιστικό τμήμα

El departamento de publicidad está contratando nuevos directivos.
Στο τμήμα διαφήμισης προσλαμβάνουν νέο διευθυντή.

μισθοδοσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Por favor asegúrate de que el departamento de pago tiene los datos de tu banco para poder pagarte a fin de mes.
Παρακαλώ βεβαιωθείτε πως η μισθοδοσία έχει τα στοιχεία του τραπεζικού σας λογαριασμού ώστε να σας πληρώσουμε στο τέλος του μήνα.

τμήμα με πολύ μικρά μεγέθη

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Busqué en la sección de tallas pequeñas pero no pude encontrar la misma blusa.
Κοίταξα στο τμήμα με τα πολύ μικρά μεγέθη, αλλά δεν μπόρεσα να βρω την ίδια μπλούζα.

housekeeping

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El hotel no necesita a nadie en recepción, pero está contratando gente para el servicio de limpieza.

Υπουργείο Εξωτερικών

(στις ΗΠΑ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Los muchachos del Departamento de Estado son un grupo de personas inteligentes.

τοπογραφική υπηρεσία

Ahora tenemos que pasarle este asunto al departamento de topografía.

τμήμα προσωπικού, τμήμα ανθρώπινου δυναμικού

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αστυνομικό τμήμα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του departamento στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.