Τι σημαίνει το dirección στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dirección στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dirección στο ισπανικά.

Η λέξη dirección στο ισπανικά σημαίνει διεύθυνση, διοίκηση, κατεύθυνση, διεύθυνση, διαχείριση, διαχείριση, διοίκηση, κατεύθυνση, διοίκηση, διεύθυνση, διεύθυνση, σκηνοθεσία, σκοπός, στόχος, διεύθυνση, πορεία, ρότα, σύστημα οδήγησης, διεύθυνση, αρχισυνταξία, τόπος κατοικίας, ανώτερη διοίκηση, διεύθυνση κατοικίας, συντονισμός, οδηγία, θέση, ανώτερα στελέχη, προσέγγιση, η θέση του εφημερίου, προσανατολισμός, ηγετική θέση, κουμάντο, διακυβέρνηση, κατεύθυνση, διεύθυνση, διοίκηση επιχειρήσεων, βάζω διεύθυνση, απευθύνω κτ σε κπ, στην κατεύθυνση, προς, στρέφω, προς, αλλάζω πορεία, από την αντίθετη κατεύθυνση, με κατεύθυνση προς τα ανατολικά, προς τα ανατολικά, προς την ξηρά, προς το βορά, νότιος, χωρίς καθοδήγηση, προσήνεμα, βορειοανατολικά, βορειοδυτικά, προς τα εκεί, αντίστροφα, φωτογραφία, παραχώρηση λωρίδας στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, Υπηρεσία Εσωτερικού Εισοδήματος, βοηθός σκηνοθέτη, καλή διοίκηση, επιτυχημένη διοίκηση, διοίκηση/διαχείριση από κοινού, απαγορεύεται/δεν υπάρχει η είσοδος, αντίθετη κατεύθυνση, διεύθυνση αποστολέα, μετεωρολογικό γραφείο, διεύθυνση χρέωσης, εταιρικής διακυβέρνηση, ταχυδρομική διεύθυνση, υδραυλικό τιμόνι, διεύθυνση αποστολής, διεύθυνση παραλήπτη, διεύθυνση χρέωσης, εξωτερική διεύθυνση, ταχυδρομική διεύθυνση, έδρα, διαχείριση ομάδας, διεύθυνση φοιτητικής στέγης, ανώτατα διοικητικά στελέχη, διεύθυνση προώθησης, ηλεκτρονική διεύθυνση, φάκελος με τυπωμένο τον παραλήπτη και πληρωμένα τα τέλη, διεύθυνση αποστολής, όνομα και διεύθυνση, επιχειρησιακές σπουδές, αλλάζω δρόμο, αλλάζω πορεία, αλλάζω κατεύθυνση, κάνω ελιγμό, στέλνω σε λάθος διεύθυνση, κατευθύνομαι προς, βόρειος, προς τα βοριοανατολικά, νοτιοδυτικός, με κατεύθυνση προς τα ανατολικά, νότια, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, προς τα ανατολικά-νοτιοανατολικά, σκηνικό, διευθύνομαι από κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dirección

διεύθυνση

nombre femenino (τόπος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El negocio se mudó a una nueva dirección.
Η επιχείρηση είχε μεταφερθεί σε νέα διεύθυνση.

διοίκηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La dirección de un equipo de cien personas puede ser agotadora.
Η διοίκηση μιας ομάδας εκατό ατόμων μπορεί να είναι κουραστική.

κατεύθυνση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Qué dirección es esa? ¿Norte o sur?
Ποια κατεύθυνση είναι αυτή; Βορράς ή Νότος;

διεύθυνση

nombre femenino (φάκελος, δέμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La carta fue devuelta porque la dirección era ilegible.
Το γράμμα επιστράφηκε, γιατί η διεύθυνση δε διαβαζόταν.

διαχείριση

(ενέργεια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha llevado de forma ejemplar la dirección del asunto.
Η διαχείριση του θέματος από μέρους του ήταν υποδειγματική.

διαχείριση, διοίκηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La dirección de un negocio puede ser muy difícil.
Η διοίκηση μιας οικογενειακής επιχείρησης μπορεί να είναι δύσκολη υπόθεση.

κατεύθυνση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fuimos en dirección equivocada y nos perdimos completamente.
Πήραμε λάθος κατεύθυνση και χαθήκαμε για τα καλά.

διοίκηση, διεύθυνση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La dirección de la compañía ha decidido vender la sección de zapatería.
Η διοίκηση (or: διεύθυνση) της εταιρίας αποφάσισε να πουλήσει το τμήμα υποδημάτων.

διεύθυνση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bajo la dirección de Karen, las ganancias de la empresa se dispararon.
Υπό τη διεύθυνση της Κάρεν, τα κέρδη της εταιρείας εκτοξεύτηκαν.

σκηνοθεσία

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La calidad de la dirección fue lo que la convirtió en una película tan buena.
Η ποιότητα της σκηνοθεσίας ήταν αυτό που την έκανε τόσο καλή ταινία.

σκοπός, στόχος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Desde que acabó la universidad, a Ben parece que le falta dirección.
Από τη στιγμή που τέλειωσε το πανεπιστήμιο, ο Μπεν φαίνεται πως δεν έχει στόχους.

διεύθυνση

nombre femenino (web)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ella estableció una nueva dirección web.

πορεία, ρότα

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Es difícil saber qué rumbo (or: curso) tomar en la vida.
Είναι δύσκολο να γνωρίζεις ποιον δρόμο να πάρεις στη ζωή.

σύστημα οδήγησης

nombre femenino (όχημα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Al girar en la curva cerrada, Jeremy se dio cuenta con horror de que le pasaba algo a la dirección.
Καθώς έπαιρνε την κλειστή στροφή, ο Τζέρεμι αντιλήφθηκε με τρόμο ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το σύστημα οδήγησης.

διεύθυνση

(θέση, αξίωμα, θητεία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρχισυνταξία

nombre femenino (τύπος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τόπος κατοικίας

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Puedo pasar a buscarla por tu casa. Dame tu dirección.

ανώτερη διοίκηση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διεύθυνση κατοικίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συντονισμός

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La dirección del proyecto del gerente fue excelente.
Ο συντονισμός (or: Η διαχείριση) του σχεδίου από τον διευθυντή ήταν εξαιρετική.

οδηγία

nombre femenino (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jim tuvo que parar y preguntar la dirección antes de encontrar el restaurante.
Ο Τζιμ έπρεπε να σταματήσει και να ζητήσει οδηγίες για να βρει το εστιατόριο.

θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pronto nos perdimos en las calles oscuras, sin saber nuestra dirección.
Σύντομα χαθήκαμε στους σκοτεινούς δρόμους χωρίς να έχουμε ιδέα που βρισκόμασταν.

ανώτερα στελέχη

(empresa)

Estas órdenes vienen directamente de la dirección.

προσέγγιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La profesora se dio cuenta de que su método no funcionaba con este estudiante, así que decidió tomar una dirección diferente.

η θέση του εφημερίου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προσανατολισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La orientación de todas las tumbas es de norte a sur.
Ο προσανατολισμός όλων των τάφων είναι Βορράς- Νότος.

ηγετική θέση

(de jefe)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κουμάντο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διακυβέρνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Muchas cosas eran diferentes durante la administración de Reagan.
Πολλά πράγματα ήταν διαφορετικά κατά τη διακυβέρνηση του Ρήγκαν.

κατεύθυνση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Qué camino tomaste para llegar aquí?
Ποια κατεύθυνση πήρες για να πας εκεί;

διεύθυνση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Necesitamos una dirección postal, no un apartado de correos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Χρειαζόμαστε μια διεύθυνση, όχι μια ταχυδρομική θυρίδα.

διοίκηση επιχειρήσεων

(ES)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El estudiante recibió su diploma en Dirección de Empresas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πήρε πτυχίο στo management.

βάζω διεύθυνση

locución verbal (σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Debes poner la dirección correctamente en el paquete si esperas que sea entregado.
Πρέπει να βάλεις τη σωστή διεύθυνση στο δέμα αν θέλεις να παραδοθεί.

απευθύνω κτ σε κπ

Joyce puso la dirección de su hermana en la carta.
Η Τζόις έβαλε την αδερφή της παραλήπτη στο γράμμα.

στην κατεύθυνση, προς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La multitud miró hacia la explosión.
Το πλήθος κοιτούσε προς την πλευρά της έκρηξης. Κατευθύνομαι προς το Σαν Φρανσίσκο.

στρέφω

(σε άλλη κατεύθυνση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La calle estaba bloqueada, así que Daniel redireccionó el auto.

προς

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Por ejemplo: hacia casa.
Για παράδειγμα: προς το σπίτι

αλλάζω πορεία

(μεταφορικά)

El gobierno se está desviando a una nueva dirección.

από την αντίθετη κατεύθυνση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siempre debes caminar del lado que viene en dirección contraria al tráfico.

με κατεύθυνση προς τα ανατολικά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los carriles en dirección este están completamente parados debido a un gran accidente.

προς τα ανατολικά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

προς την ξηρά

locución adjetiva

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προς το βορά

locución adjetiva

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

νότιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωρίς καθοδήγηση

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

προσήνεμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El yate navegaba a favor del viento.

βορειοανατολικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

βορειοδυτικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La tormenta se dirige en dirección noroeste.

προς τα εκεί

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αντίστροφα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Para abrir el grifo tienes que girar al contrario.

φωτογραφία

(στον κινηματογράφο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Muy pocos pasan de dirección de fotografía a dirigir películas.

παραχώρηση λωρίδας στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας

locución nominal femenina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Υπηρεσία Εσωτερικού Εισοδήματος

(EE. UU.) (στις ΗΠΑ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El Servicio de Impuestos Internos recauda billones de dólares al año.

βοηθός σκηνοθέτη

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καλή διοίκηση, επιτυχημένη διοίκηση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Realiza una buena dirección del equipo y obtiene los mejores resultados.

διοίκηση/διαχείριση από κοινού

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los dos gerentes comparten la dirección de la empresa.

απαγορεύεται/δεν υπάρχει η είσοδος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Una señal de prohibido el paso indica que no se puede entrar con el coche.

αντίθετη κατεύθυνση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estás yendo para el otro lado, tu casa está en dirección contraria.

διεύθυνση αποστολέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No olvides poner la dirección del remitente en la parte de atrás del paquete.
Μην ξεχάσεις να γράψεις τη διεύθυνση αποστολέα στο πίσω μέρος του δέματος.

μετεωρολογικό γραφείο

locución nominal femenina (CL)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διεύθυνση χρέωσης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Te las enviamos a tu domicilio fiscal o a tu oficina?

εταιρικής διακυβέρνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταχυδρομική διεύθυνση

Dame tu dirección de correo y te lo envío enseguida.

υδραυλικό τιμόνι

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ya no me acuerdo de cómo era conducir antes de la dirección asistida.

διεύθυνση αποστολής

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los clientes pueden fijar una dirección para el envío de la factura y otra para la recepción del producto.

διεύθυνση παραλήπτη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
En una carta comercial, la dirección del destinatario está a la izquierda, arriba del saludo.

διεύθυνση χρέωσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La dirección para el envío de la factura no siempre coincide con la dirección del envío del producto.

εξωτερική διεύθυνση

(correo electrónico)

ταχυδρομική διεύθυνση

έδρα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La primera es la dirección fiscal, pero mándame la factura a la dirección de Madrid.

διαχείριση ομάδας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διεύθυνση φοιτητικής στέγης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανώτατα διοικητικά στελέχη

διεύθυνση προώθησης

(correo)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ηλεκτρονική διεύθυνση

Cometí un error en la dirección de correo electrónico de George, así que no recibió mi correo.

φάκελος με τυπωμένο τον παραλήπτη και πληρωμένα τα τέλη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διεύθυνση αποστολής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

όνομα και διεύθυνση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por favor deme su nombre y dirección y lo agregaré a la lista de correo.

επιχειρησιακές σπουδές

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Quería hacer una licenciatura en Ciencias Económicas pero terminé haciendo una licenciatura en Dirección de Empresas.

αλλάζω δρόμο, αλλάζω πορεία, αλλάζω κατεύθυνση

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El barco cambió de dirección y se dirigió hacia Durban.

κάνω ελιγμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Viré bruscamente para evitar arrollar un venado.
Έκανα έναν ελιγμό για να μη χτυπήσω ένα ελάφι.

στέλνω σε λάθος διεύθυνση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κατευθύνομαι προς

locución verbal

La última vez que los vimos, iban en dirección a Los Ángeles.

βόρειος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El avión en dirección norte despegó hacia Islandia.

προς τα βοριοανατολικά

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

νοτιοδυτικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με κατεύθυνση προς τα ανατολικά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Viaja con rumbo al este por tres millas, y luego gira hacia el norte.

νότια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

προς οποιαδήποτε κατεύθυνση

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No importa en qué dirección lo arroje, si falla el blanco el bumerán siempre vuelve a su mano.

προς τα ανατολικά-νοτιοανατολικά

locución adverbial (acrónimo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El barco navegó en dirección ESE desde Canadá hasta el noroeste de África.
Το σκάφος έπλεε προς τα ανατολικά-νοτιοανατολικά, από τον Καναδά προς τη βορειοδυτική Αφρική.

σκηνικό

(televisión, teatro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διευθύνομαι από κπ

Esta serie de libros fue dirigida por el presidente del departamento.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dirección στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του dirección

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.