Τι σημαίνει το rule στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rule στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rule στο Αγγλικά.

Η λέξη rule στο Αγγλικά σημαίνει κανονισμός, απόφαση, κυβερνώ, διακυβέρνηση, κυβερνώ, κανόνας, βγάζω ετυμηγορία, χάρακας, διαγράμμιση, κυβερνώ, είμαι σούπερ, ελέγχω, διατάζω, προστάζω, διαγραμμίζω, διαγραμμίζω, αποκλείω, αποκλείω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, συνήθως, γενικά, ως κανόνας, γενικά, συνήθως, εντολή αποσιώπησης, γενικός κανόνας, χρυσός κανόνας, βασικός κανόνας, θεμελιώδης κανόνας, απαράβατος κανόνας, νόμος που αποκλείει έμμεσες μαρτυρίες, τοπική κυβέρνηση, νόμος των φάσεων, κανόνας των φάσεων, κανόνες εμπλοκής, κανόνες δικαίου, ο κανόνας των έξι, εμπειρικός κανόνας, κυβερνώ, κάνω κουμάντο, λογαριθμικός κανόνας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rule

κανονισμός

noun (law: regulation) (νόμος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There is a rule against playing music here.
Υπάρχει κανονισμός που απαγορεύει να παίζετε μουσική εδώ.

απόφαση

noun (uncountable (law: judicial ruling)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
By court rule, the government must release the information.

κυβερνώ

transitive verb (govern, as a sovereign)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Catherine ruled Russia.
Η Αικατερίνη κυβέρνησε τη Ρωσία.

διακυβέρνηση

noun (uncountable (law: government, control)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Government rule must be fair.

κυβερνώ

transitive verb (maintain discipline over)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The king ruled the provinces with an iron fist.
Ο βασιλιάς κυβερνούσε στις επαρχίες με σιδερένια πυγμή.

κανόνας

noun (mathematical law)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There is a rule that governs negative numbers.
Υπάρχει ένας κανόνας που ισχύει για τους αρνητικούς αριθμούς.

βγάζω ετυμηγορία

intransitive verb (make a decree)

The court is about to rule.
Το δικαστήριο είναι έτοιμο να βγάλει ετυμηγορία.

χάρακας

noun (ruler)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Geometry students must have rules so that they can take measurements.

διαγράμμιση

noun (thin line on paper)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Duane picked a paper with a very fine rule.

κυβερνώ

intransitive verb (govern, as a sovereign)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Presidents need a mandate to rule.

είμαι σούπερ

intransitive verb (figurative, informal (be the best) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ms Hayes rules! She is the best math teacher ever.

ελέγχω

transitive verb (control, influence)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The manager ruled his employees' behaviour.

διατάζω, προστάζω

transitive verb (decree)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The queen ruled that everyone must bow to her.

διαγραμμίζω

transitive verb (make a line on paper) (το χαρτί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can use a ruler to help you rule lines on a piece of paper.

διαγραμμίζω

transitive verb (print guiding lines on paper)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The printer ruled the paper.

αποκλείω

phrasal verb, transitive, separable (disqualify [sb/sth] from contest)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκλείω

phrasal verb, transitive, separable (eliminate, exclude)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police ruled out the obvious suspect because he had an alibi for the time of the murder. Police have ruled out robbery as a motive for the attack.
Η αστυνομία απέκλεισε τον προφανή ύποπτο επειδή είχε άλλοθι για την ώρα του φόνου. Η αστυνομία απέκλεισε τη ληστεία ως κίνητρο για την επίθεση.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

phrasal verb, transitive, separable (make impossible)

It hadn't yet snowed, so skiing was ruled out.
Δεν είχε χιονίσει ακόμα, γι' αυτό αποκλείστηκε η πιθανότητα να κάνουμε σκι.

συνήθως, γενικά

adverb (usually)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I don't eat meat as a general rule, but I make an exception for my mother's cooking. Sometimes I'm late, but as a general rule I always try to be on time.

ως κανόνας, γενικά, συνήθως

expression (usually)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
As a rule, we go to bed early on weeknights.

εντολή αποσιώπησης

noun (law that restricts discussion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Judge Mulrooney imposed a gag rule on everyone involved in the trial.

γενικός κανόνας

noun ([sth] customary)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The general rule is that the bride's parents pay for the wedding.
Ο γενικός κανόνας είναι ότι οι γονείς της νύφης πληρώνουν το γάμο.

χρυσός κανόνας

noun (fundamental guideline)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The golden rule is to treat others as you would like them to treat you.

βασικός κανόνας, θεμελιώδης κανόνας

noun (usually plural (fundamental principle)

We need to agree on some ground rules before we go any further. No smoking in your room; that's a ground rule.

απαράβατος κανόνας

noun (rule: unbreakable)

There's no hard-and-fast rule about what makes good picnic food.

νόμος που αποκλείει έμμεσες μαρτυρίες

noun (law ruling out indirect testimony)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He confessed his crime to me, but I can't testify against him because of the hearsay rule.

τοπική κυβέρνηση

noun (self-government)

νόμος των φάσεων, κανόνας των φάσεων

noun (law of physics)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κανόνες εμπλοκής

noun (military: instructions for combat) (στρατιωτικό: για σύρραξη)

Standard military rules of engagement forbid targetting civilian populations during a war.

κανόνες δικαίου

noun (overriding legal principle) (νομική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
During the gold rush, there was no rule of law in the miners' camps.

ο κανόνας των έξι

noun (UK (group size ban)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εμπειρικός κανόνας

noun (general indication, rough guide)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The rule of thumb when doing laundry is to keep light and dark clothes separate.
Ο εμπειρικός κανόνας όταν πλένεις ρούχα είναι να ξεχωρίζεις τα ανοιχτόχρωμα από τα σκουρόχρωμα.

κυβερνώ

(govern)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κουμάντο

verbal expression (figurative (be in charge of a household) (ηγούμαι στο σπίτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In our family, it's my mother who rules the roost, not my father.

λογαριθμικός κανόνας

noun (instrument for measurements and calculations)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We used to use a slide rule to calculate nearly everything.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rule στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του rule

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.