Τι σημαίνει το iron στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης iron στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του iron στο Αγγλικά.

Η λέξη iron στο Αγγλικά σημαίνει σίδηρος, σίδηρος, σίδηρος, σιδερώνω, βάρη, σίδερο, σίδερο, μπαστούνι του γκολφ, πυρακτωμένο σίδερο, σιδερένιος, σιδερένια δεσμά, σιδερώνω, επιλύω, λύνω, χυτοσίδηρος, από ελατό χυτοσίδηρο, ακλόνητος, ακλόνητο άλλοθι, απόλυτη εγγύηση, στομάχι από σίδερο, αυλακωτή λαμαρίνα, σίδερο για μπούκλες, σίδερο, τριγωνικός, επικασσιτερωμένος σίδηρος, μηχανή για πλισέ, γάντζος, Σιδηρούν Παραπέτασμα, σιδηρούν παραπέτασμα, ιδεολογικό χάσμα, αυστηρή πειθαρχία, σιδηροχυτήριο, σιδηρά πυγμή, σιδηρούς πνεύμονας, σιδηρά παρθένος, Κουταλιανός, iron man, διαγωνισμός δύναμης, σιδηρομετάλλευμα, σιδερώνω, ακλόνητη θέληση, αποφασιστικότητα, θερμοκολλητικός, θερμοκολλητικό, σιδηρόδετος, αυστηρός, βραχώδης, που δεν χρειάζεται σιδέρωμα, αργός σίδηρος, κάνω βάρη, πυρίτης, καυτό σίδερο, σκουριά, παλιοσίδερο, λαμαρίνα, εργαλείο κασσιτεροκόλλησης, σίδερο ατμού, γρύλος, ειδικό τηγάνι για βάφλες, με σιδηρά πυγμή, σφυρήλατο σίδερο, από σφυρήλατο σίδερο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης iron

σίδηρος

noun (chemistry: element) (το χημικό στοιχείο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Fe is the chemical symbol for iron.
Fe είναι το χημικό σύμβολο για το σίδηρο.

σίδηρος

noun (metal) (μέταλλο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It was made of wrought iron.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα κάγκελα στο μπαλκόνι είναι φτιαγμένα από σίδερο.

σίδηρος

noun (medicine: anaemia treatment) (ιατρική: αγωγή για την αναιμία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She was put on a course of iron for anaemia.
Ξεκίνησε μια θεραπευτική αγωγή με σίδηρο για την αναιμία.

σιδερώνω

transitive verb (press: clothing) (για ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need to iron a shirt for work.
Πρέπει να σιδερώσω ένα πουκάμισο για τη δουλειά.

βάρη

noun (slang (training weights)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
She spent some time pumping iron in the gym.

σίδερο

noun (instrument made of iron) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She picked up a fire iron from the hearth.

σίδερο

noun (pressing device)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He bought a new steam iron.

μπαστούνι του γκολφ

noun (golf: club)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Niblick was an old name for an eight iron.

πυρακτωμένο σίδερο

noun (branding iron) (επίσημο)

There was a dreadful smell as the iron singed the steer's hide.

σιδερένιος

noun as adjective (figurative (strong) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She has an iron determination.

σιδερένια δεσμά

plural noun (shackles)

His feet were shackled by leg irons.

σιδερώνω

intransitive verb (press clothing)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Do you know how to iron?

επιλύω, λύνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (resolve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's sit down and iron out the problems with this report. There are many issues that we need to iron out before we can make progress.
Ας κάτσουμε να επιλύσουμε (or: λύσουμε) τα προβλήματα αυτής της αναφοράς. Υπάρχουν πολλά θέματα που πρέπει να επιλύσουμε πριν προχωρήσουμε παρακάτω.

χυτοσίδηρος

noun (moulded metal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

από ελατό χυτοσίδηρο

noun as adjective (of molded metal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He cooked the eggs in his trusty cast-iron skillet.
Έφτιαξε τα αυγά στο αγαπημένο της μαντεμένιο τηγάνι.

ακλόνητος

noun as adjective (figurative (alibi, excuse: strong) (άλλοθι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He came up with a cast-iron excuse for not attending the meeting.
Επινόησε μια πειστική δικαιολογία για την απουσία του από τη συνεδρίαση.

ακλόνητο άλλοθι

noun (figurative (strong defence)

απόλυτη εγγύηση

noun (figurative (total assurance)

στομάχι από σίδερο

noun (figurative (good digestion) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυλακωτή λαμαρίνα

(metal)

σίδερο για μπούκλες

noun (tongs for curling hair)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Annie didn't need a curling iron: her hair was naturally curly.

σίδερο

noun (historical (pressing iron heated on the stove) (παλαιού τύπου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τριγωνικός

noun as adjective (building: triangular) (που έχει τριγωνική κάτοψη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επικασσιτερωμένος σίδηρος

noun (iron protected by zinc coating)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Many nails are made of galvanized iron to prevent rusting.

μηχανή για πλισέ

noun (clothing: tool for pleating trim)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γάντζος

noun (nautical: small anchor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Σιδηρούν Παραπέτασμα

noun (figurative (ideological separation between Soviet Union and the West) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
During the 1950s it was very difficult for Westerners to travel behind the Iron Curtain.

σιδηρούν παραπέτασμα, ιδεολογικό χάσμα

noun (figurative (ideological separation) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've no idea what they're planning: they've put up an iron curtain of secrecy in recent weeks.

αυστηρή πειθαρχία

noun (figurative (harsh rule) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dictator ruled with an iron fist.

σιδηροχυτήριο

noun (ironworks, forgery)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If you're going to work in an iron foundry, be ready for some intense heat.

σιδηρά πυγμή

noun (strict control, severity) (διοικώ με, διευθύνω με)

Mussolini ruled Italy with an iron hand.

σιδηρούς πνεύμονας

noun (metal breathing apparatus) (ιατρική συσκευή)

Thousands of polio victims were saved by the invention of the iron lung.

σιδηρά παρθένος

noun (historical (torture device) (μτφ: βασανισμός)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The heretic was locked in an iron maiden to make him confess.

Κουταλιανός

noun (male with physical endurance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

iron man

noun (® (sporting event)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

διαγωνισμός δύναμης

noun (contest to determine strongest man)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He's been training for the Iron Man competition for months now.

σιδηρομετάλλευμα

noun (rock mined for iron)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Iron ore is found beneath hills and must be brought to the surface.

σιδερώνω

(wrinkles: press out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I should iron out the creases in my suit for my interview tomorrow.
Πρέπει να σιδερώσω τις ζάρες στο κουστούμι μου για την αυριανή συνέντευξη.

ακλόνητη θέληση, αποφασιστικότητα

noun (stubbornness, determination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She governs the country with an iron will. My sister has an iron will when it comes to physical fitness.
Κυβερνάει τη χώρα με αποφασιστικότητα. Η αδερφή μου έχει ακλόνητη θέληση (or: αποφασιστικότητα) όταν πρόκειται για τη σωματική της υγεία.

θερμοκολλητικός

adjective (applied with an iron)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θερμοκολλητικό

noun (patch, etc., applied with an iron)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σιδηρόδετος

adjective (bound with iron)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυστηρός

adjective (figurative (rigid, unyielding)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βραχώδης

adjective (archaic, figurative (coast: covered with rocks)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν χρειάζεται σιδέρωμα

adjective (does not require ironing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αργός σίδηρος

noun (crudely processed iron)

Pig iron is produced in a blast furnace.

κάνω βάρη

intransitive verb (lift weights for exercise) (γυμναστήριο)

πυρίτης

noun (mineral: fool's gold)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καυτό σίδερο

noun (burning brand)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The farmer marked his cattle with a red-hot iron.

σκουριά

noun (oxidation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is rust on this old farm machinery.
Υπάρχει σκουριά σε αυτό το παλιό μηχάνημα του αγροκτήματος.

παλιοσίδερο

noun (discarded iron or other metal) (μετοφρικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All the steel in the building was made from recycled scrap iron.

λαμαρίνα

noun (iron in flat panels)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In the shipyard you could see stacks of sheet iron everywhere.

εργαλείο κασσιτεροκόλλησης

noun (tool for fusing metals)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σίδερο ατμού

noun (iron using steam)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γρύλος

noun (US (metal tool for removing a tyre)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I've got the jack but I can't find the tyre iron.

ειδικό τηγάνι για βάφλες

noun (appliance for cooking waffles)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I burnt my finger on the waffle iron.

με σιδηρά πυγμή

adverb (figurative (severely, strictly)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She runs this department with an iron hand.

σφυρήλατο σίδερο

noun (decorative ironwork)

A wrought iron gate would be too showy on a house like ours.

από σφυρήλατο σίδερο

noun as adjective (made of, featuring wrought iron)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του iron στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του iron

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.