Τι σημαίνει το distancia στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης distancia στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του distancia στο ισπανικά.

Η λέξη distancia στο ισπανικά σημαίνει απόσταση, απόσταση, απόσταση, ψυχρότητα, προβάδισμα, απόσταση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, απόσταση, χώρισμα, απόσταση, απομακρύνω κτ από κτ, μπαίνω ανάμεσα, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ, υπεραστικό τηλεφώνημα, εργασία από το σπίτι, μεταξόνιο, απομακρύνομαι, αποξενώνω, απομακρύνω, κοντινός, μακριά από κπ/κτ, εξ επαφής, από απόσταση, από μακριά, από απόσταση, από μακριά, πόσο μακριά, στο βάθος, πέρα μακριά, εργαζόμενος που δουλεύει από το σπίτι, εκπαίδευση εξ αποστάσεως, κατάρτιση εξ αποστάσεως, μεγάλη απόσταση, μεγάλη απόσταση, υπεραστικό τηλεφώνημα, σχολείο για σπουδές εξ αποστάσεως, εστιακή απόσταση, μεγάλη απόσταση, κοντινότερο σημείο εστίασης, μικρή/κοντινή απόσταση, μικρή/κοντινή απόσταση, υπεραστικό τηλεφώνημα, μεγάλη απόσταση, σημαντική απόσταση, εύρος εστίασης, σχέση εξ αποστάσεως, κοντινή απόσταση, εστιακή απόσταση, μικρού βεληνεκούς, απόσταση, μακριά από, μακριά από κπ/κτ, γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα, δεν πλησιάζω, κρατώ απόσταση, μένω σε απόσταση, μεγάλων αποστάσεων, εντελώς διαφορετικός, που δεν έχει καμία σχέση, σε απόσταση, υπεραστικός, κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου, μένω μακριά από κπ/κτ, μακριά, μακρινός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης distancia

απόσταση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La distancia entre los postes es de unos veinte metros.
Η απόσταση ανάμεσα στους στύλους είναι περίπου είκοσι μέτρα.

απόσταση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay una cierta distancia desde aquí al granero, te llevará al menos cinco minutos llegar en coche.
Το αγρόκτημα είναι σε κάποια απόσταση, οπότε θα σας πάρει τουλάχιστον πέντε λεπτά με το αυτοκίνητο για να φτάσετε.

απόσταση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En los días en que hay buena visibilidad, se puede ver a una distancia de más de 20 millas.
Τις μέρες με καλή ορατότητα, μπορείς να δεις σε απόσταση μεγαλύτερη των 20 μιλίων.

ψυχρότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προβάδισμα

(de tiro) (πλεονέκτημα εκκίνησης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El cazador le dio al objetivo una distancia de aproximadamente un metro.
Ο κυνηγός έδωσε στο στόχο του προβάδισμα ενός μέτρου περίπου.

απόσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chicago está a una larga distancia de aquí.
Το Σικάγο είναι σε πολύ μεγάλη απόσταση από εδώ.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

nombre femenino (entre dos tiros de artillería)

απόσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los senderistas cubrieron una enorme distancia el primer día.

χώρισμα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No hay casi separación entre nuestra tierra y la piscina de los vecinos.

απόσταση

(distancia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿cuánto espacio hay entre aquí y allí?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σε μεγάλες ταχύτητες, πρέπει να αφήνεις μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ εσού και του μπροστινού αυτοκινήτου.

απομακρύνω κτ από κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los separó haciéndolos sentar banco de por medio.
Τα θρανία πρέπει να απομακρυνθούν μεταξύ τους για τις εξετάσεις.

μπαίνω ανάμεσα

(μεταφορικά)

Somos tan buenos amigos que nada se interpone entre nosotros.
Είμαστε τόσο καλές φίλες, που τίποτα δεν μπορεί να μπει ανάμεσά μας.

αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ

locución verbal

Al candidato le recomendaron que tomara distancia de su ex esposa.
Συμβούλεψαν τον υποψήφιο να αποστασιοποιηθεί από την πρώην σύζυγό του.

υπεραστικό τηλεφώνημα

(teléfono)

εργασία από το σπίτι

(μέσω Η/Υ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεταξόνιο

(απόσταση μεταξύ τροχών)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απομακρύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tuve que alejarme porque iba a terminar insultándolos.
Έπρεπε να απομακρυνθώ, διαφορετικά θα κατέληγα να τους βρίσω.

αποξενώνω, απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eventualmente, la personalidad complicada de Timothy distanció a su esposa.

κοντινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μακριά από κπ/κτ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vivieron lejos durante años, ella en Madrid y el en Washington.
Έζησαν χωριστά για χρόνια. Αυτή ήταν στη Μαδρίτη κι αυτός στην Ουάσινγκτον.

εξ επαφής

locución adverbial (πυροβολισμός)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A pesar de los controles el asesino pudo entrar una pistola a la conferencia de prensa y disparó al presidente a poca distancia..

από απόσταση, από μακριά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από απόσταση, από μακριά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πόσο μακριά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿A qué distancia está la gasolinera más cercana? ¿A qué distancia puedes llegar con el tanque lleno de gasolina?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πόσο μακριά είναι το κοντινότερο βενζινάδικο από εδώ;

στο βάθος

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Desde lo alto de la montaña puedes ver nuestro pueblo a lo lejos. El explorador avistó un claro a lo lejos.

πέρα μακριά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εργαζόμενος που δουλεύει από το σπίτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκπαίδευση εξ αποστάσεως, κατάρτιση εξ αποστάσεως

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La educación a distancia es una buena opción para los que no pueden asistir a clase.
Για όσους ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές, η εκπαίδευση εξ αποστάσεως είναι μια καλή εναλλακτική της παρακολούθησης μαθημάτων.

μεγάλη απόσταση

Kane anotó un gol espectacular desde una gran distancia.

μεγάλη απόσταση

Este dispositivo permite a la policía mandar mensajes importantes a gran distancia en un entorno ruidoso.

υπεραστικό τηλεφώνημα

Ten listos por lo menos cinco dólares para hacer una llamada de larga distancia.

σχολείο για σπουδές εξ αποστάσεως

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La escuela por correspondencia puede ser la única opción para gente que vive en áreas muy rurales.
Τα σχολεία για σπουδές εξ αποστάσεως, ίσως, αποτελούν μοναδική επιλογή για τους ανθρώπους που ζουν σε αγροτικές περιοχές.

εστιακή απόσταση

locución nominal femenina (fotografía)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su cámara profesional tiene más distancia focal que la cámara de mi celular.

μεγάλη απόσταση

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοντινότερο σημείο εστίασης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La distancia mínima de enfoque para alguien con vista normal es 25cm.

μικρή/κοντινή απόσταση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los taxis están a corta distancia de la estación de trenes.

μικρή/κοντινή απόσταση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Está a corta distancia del almacén.

υπεραστικό τηλεφώνημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μεγάλη απόσταση, σημαντική απόσταση

Todavía nos falta recorrer una distancia considerable en este proyecto hasta que lo terminemos.
Δεν είμαι σίγουρος ότι θα δεχόμουν μια δουλειά εκεί· είναι σε μεγάλη απόσταση από την οικογένειά μου. Έχουμε να καλύψουμε σημαντική απόσταση, πριν θεωρηθεί ολοκληρωμένο αυτό το πρότζεκτ.

εύρος εστίασης

(fotografía) (οπτική, φακός)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La distancia focal es la que hay del centro de la lente al plano focal.

σχέση εξ αποστάσεως

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Esta pareja ha mantenido una relación a distancia por los últimos dos años.

κοντινή απόσταση

(coloquial, figurado)

De tu casa a la mía hay un paseo, no vale la pena coger el autobús.

εστιακή απόσταση

μικρού βεληνεκούς

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

απόσταση

(διαχωριστικό κενό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La menor distancia entre dos puntos es una línea recta.

μακριά από

locución preposicional

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Después de la discusión, decidieron estar a buena distancia el uno del otro. Cualquier planta de energía nuclear debe estar localizada a buena distancia de los centros urbanos.
Μετά τη διαφωνία αποφάσισαν να μείνουν μακριά ο ένας από τον άλλο. Τα πυρηνικά εργοστάσια θα έπρεπε να βρίσκονται μακριά από αστικά κέντρα.

μακριά από κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El pueblo donde crecí es lejos de aquí.

γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El senador trató de salvar la distancia entre las dos posturas de la propuesta.

δεν πλησιάζω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Una nota en la jaula de los monos le avisa a los visitantes que no se acerquen.

κρατώ απόσταση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stephanie tiene sarampión, si no quieres contagiarte, mejor mantenerse alejado.

μένω σε απόσταση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las niñas se hicieron a un lado.
Τα κορίτσια έκαναν στην άκρη κι έμειναν σε απόσταση.

μεγάλων αποστάσεων

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Los camiones de larga distancia suelen llevar bienes a lo largo del país.

εντελώς διαφορετικός, που δεν έχει καμία σχέση

expresión (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las dos propuestas están a años luz de distancia: tendremos que encontrar un compromiso.

σε απόσταση

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es muy grande, para apreciarlo bien hay que alejarse a cierta distancia.

υπεραστικός

locución adjetiva (εντός χώρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se aplicarán cargos adicionales si la llamada es de larga distancia.

κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El gerente mantiene distancia con los empleados.
Ο διευθυντής κρατάει αποστάσεις από τους εργαζομένους.

μένω μακριά από κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Guarden distancia del fuego, pueden saltar chispas.

μακριά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Podemos ir en bicicleta, está a sólo dos millas de distancia.
Μπορούμε να πάμε με το ποδήλατο. Είναι μόνο 2 μίλια μακριά.

μακρινός

expresión

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El alpinista estaba en la cima de la montaña y observaba la distancia.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του distancia στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του distancia

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.