Τι σημαίνει το llamada στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης llamada στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του llamada στο ισπανικά.
Η λέξη llamada στο ισπανικά σημαίνει παραπομπή, -, τηλεφώνημα, τηλεφώνημα, σύγκληση, χτύπημα, εντολή, τηλέφωνο, φωνή, τηλεφώνημα, δέλεαρ, θέλγητρο, επίκληση, προσκλητήριο σάλπισμα, έκκληση, έκκληση, τηλέφωνο, τηλεφώνημα, τηλέφωνο, προορισμός στη ζωή, που τον λένε, που ονομάζεται, που λέγεται, που τον λένε, ας πούμε, πρόσκληση, έναυσμα, χτύπημα, που ονομάζεται έτσι, που λέγεται έτσι, γνωστός ως, κάνω έκκληση, τηλεφωνώ, παίρνω τηλέφωνο, κάνω ένα τηλεφώνημα, τηλεφωνώ σε κπ, τηλεφωνώ, τηλεφωνώ, καλώ, σταματάω, σταματώ, ονομάζω, ονομάζω, αποκαλώ, τηλεφωνώ, βγάζω, λέω, καλώ, σχηματίζω τον αριθμό, καλώ, αποκαλώ, καλώ, το κοιτάζω, το βλέπω, κάνω σήμα, συγκαλώ, επιβάλλω, προστάζω, υπεραστικό τηλεφώνημα, τηλεδιάσκεψη, κλήση διάσκεψης, τόνος επιλογής, επίσκεψη χωρίς πρόσκληση, επιστράτευση, έκκληση για δράση, συναγερμός, κλήση, καλών, κλήση με χρέωση παραλήπτη, αστική κλήση, υπεραστικό τηλεφώνημα, δωρεάν τηλεφωνικός αριθμός, σήμα κινδύνου, υπεραστικό τηλεφώνημα, τηλεφώνημα για να ξυπνήσει κάποιον, μεταβίβαση κλήσης, κάνω ένα τηλεφώνημα, παίρνω ένα τηλέφωνο, απαντάω σε ένα τηλεφώνημα, απαντάω σε μια κλήση, καλώ κπ που με πήρε, τηλεφωνώ σε κπ που με πήρε, παίρνω τηλέφωνο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης llamada
παραπομπή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
-(telefónica) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) ¿De quién es la llamada? Ποιος είναι; |
τηλεφώνημαnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hoy recibí una llamada de tu madre. Είχα ένα τηλεφώνημα από τη μητέρα σου σήμερα. |
τηλεφώνημαnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Con una simple llamada tal vez puedas averiguarlo. |
σύγκληση(επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La anciana pensó que era necesaria una reunión familiar, por lo que hizo una llamada a sus hijos adultos. Η ηλικιωμένη κυρία αποφάσισε ότι μια οικογενειακή συνάντηση ήταν αναγκαία και έδωσε εντολή στα ενήλικα παιδιά της να έρθουν. |
χτύπημα(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tina fue a responder la llamada en la puerta. Η Τίνα πήγε να απαντήσει στο χτύπημα της πόρτας. |
εντολή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τηλέφωνο(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hazme una llamada cuando vayas a salir de casa. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όταν κοίταξα το κινητό μου, είδα ότι είχα αρκετές αναπάντητες κλήσεις. |
φωνήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Escucharon una llamada fuera de la ventana. Άκουσαν μια φωνή έξω απ' το παράθυρο. |
τηλεφώνημαnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Solo una llamada rápida para que sepas que llegué bien a casa. |
δέλεαρ, θέλγητρο(AmL, figurado) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El llamado de la playa finalmente hizo que él se mudara a California. |
επίκληση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La invocación de espíritus antiguos dio miedo a la nueva bruja. |
προσκλητήριο σάλπισμα(militar) |
έκκληση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El llamamiento a la acción del director respondía a los recientes problemas en la escuela. Μετά τα πρόσφατα προβλήματα στο σχολείο ακολούθησε η έκκληση του διευθυντή για λήψη μέτρων. |
έκκληση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El llamamiento de la Cruz Roja para solicitar donaciones de sangre tuvo buena respuesta. |
τηλέφωνο, τηλεφώνημα(coloquial) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Acabo de recibir una telefonazo de tu papá, quiere que lo llames enseguida. |
τηλέφωνο(coloquial) (μτφ, καθομ: κλήση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Este es solo un telefonazo para hacerte saber que llegué bien a casa. |
προορισμός στη ζωή
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Alex siente que su vocación es ayudar a los necesitados. Ο Άλεξ πραγματικά πιστεύει ότι το να βοηθάει όσους έχουν ανάγκη είναι ο προορισμός του στη ζωή. |
που τον λένε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mary tiene una nueva amiga: una niña llamada Abigail. Η Μαίρη έκανε μια νέα φίλη, ένα κοριτσάκι που το λένε Άμπιγκεϊλ. |
που ονομάζεται, που λέγεται, που τον λένεparticipio pasado (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ella tiene un novio llamado Tom. Έχει ένα φίλο που ονομάζεται (or: που λέγεται) Τομ. |
ας πούμεadjetivo (καθομιλουμένη, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Este llamado profesor no está cualificado en absoluto! Αυτός ο «ας πούμε» καθηγητής είναι τελείως ανίκανος! |
πρόσκληση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έναυσμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La subida de los precios era un llamamiento para que la gente se rebelase. |
χτύπημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El sonar de las campanas de la iglesia recordó a Liam que debía irse a casa. |
που ονομάζεται έτσι, που λέγεται έτσι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Una forma limpia de electricidad es la energía solar, así llamada porque la obtenemos del sol. Η ηλιακή ενέργεια είναι μια καθαρή μορφή ηλεκτρισμού που ονομάζεται έτσι γιατί την συλλέγουμε από τον ήλιο. |
γνωστός ως
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elvis Presley, conocido como el Rey del Rock and Roll, nació en 1935. Ο Έλβις Πρίσλεϋ, γνωστός ως ο Βασιλιάς του ροκ εν ρολ, γεννήθηκε το 1935. |
κάνω έκκλησηverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La estrella de cine llamó al público a colaborar con el fondo de ayuda para las víctimas del terremoto. |
τηλεφωνώ, παίρνω τηλέφωνο, κάνω ένα τηλεφώνημαlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Voy a llamar a informaciones para averiguar el número del cine. Θα τηλεφωνήσω στις πληροφορίες καταλόγου, για να πάρω τον αριθμό του κινηματογράφου. |
τηλεφωνώ σε κπ
Espere un segundo, tengo que llamar a mi supervisor. Περίμενε μια στιγμή. Πρέπει να τηλεφωνήσω στον διευθυντή μου. |
τηλεφωνώ(por teléfono) (σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella me llamó ayer. Με πήρε χτες. |
τηλεφωνώ(por teléfono) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ella llamó ayer. Πήρε χτες. |
καλώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Debemos llamar al jefe porque tenemos un problema. Πρέπει να φωνάξουμε το αφεντικό γιατί υπάρχει ένα πρόβλημα. |
σταματάω, σταματώ(taxi) (με νόημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Llamé a un taxi para llegar a casa porque había bebido mucho. Σταμάτησα ένα ταξί για να πάω σπίτι επειδή είχα πιει πολύ. |
ονομάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Van a llamar Michael al bebé. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ονομάτισε την κόρη της Λίλιαν, σαν την ηρωίδα του αγαπημένου της μυθιστορήματος. |
ονομάζω, αποκαλώ(persona) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ellos la llamaron "La reina del jazz". Την ονόμασαν «Η βασίλισσα της τζάζ». |
τηλεφωνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se anima a los radioescuchas a que llamen para hacer comentarios. Οι ακροατές του ραδιοφώνου παροτρύνονται να τηλεφωνήσουν για να κάνουν σχόλια. |
βγάζω, λέωverbo transitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esperamos a la niña dentro de tres semanas y aún no hemos decidido cómo llamarla. Το μωρό θα γεννηθεί σε τρεις εβδομάδες, αλλά δεν ξέρουμε πως θα την ονομάσουμε. |
καλώverbo intransitivo (aves) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Eso que se escucha es una lechuza llamando? |
σχηματίζω τον αριθμό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Wendy descolgó el teléfono y empezó a llamar. |
καλώverbo transitivo (religión) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dios le llamó al sacerdocio. Ο Θεός τον κάλεσε για να γίνει ιερέας. |
αποκαλώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Cómo puedes llamarme tramposo? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μαμά, η αδερφή μου με είπε χαζή! |
καλώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El mar le llamaba con fuerza. |
το κοιτάζω, το βλέπω(ένα θέμα, ένα έργο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Repórtate mañana por la mañana para ver cómo estás resolviendo la tarea. Ας το κοιτάξουμε αύριο για να δούμε πώς τα πας με αυτήν την εργασία. |
κάνω σήμα(taxi) (για να σταματήσει) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El portero le parará un taxi. |
συγκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Han convocado una reunión para mañana por la mañana. |
επιβάλλω, προστάζω(atención) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Posee una figura alta e imponente que llama la atención. Είναι ένας ψηλός, επιβλητικός άντρας που τραβάει την προσοχή. |
υπεραστικό τηλεφώνημα(teléfono) |
τηλεδιάσκεψη, κλήση διάσκεψης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La ventaja de una teleconferencia es que pueden participar en ella personas de todo el mundo. |
τόνος επιλογής
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Espere a oír el tono antes de marcar. |
επίσκεψη χωρίς πρόσκληση(cara a cara) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Me inicié en las ventas a través del cambaceo. |
επιστράτευση(sin instrucción previa) (στρατός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No ha habido ningún reclutamiento desde la Guerra de Vietnam. Δεν έχει γίνει επιστράτευση μετά τον πόλεμο στο Βιετνάμ. |
έκκληση για δράση
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συναγερμόςlocución adjetiva (campana) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Si alguien viene, haz sonar la campana de llamada. |
κλήση(ως απάντηση, ανταπόδοση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si no podemos hablar hoy, puedes devolverme la llamada mañana por la tarde. |
καλών
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
κλήση με χρέωση παραλήπτη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αστική κλήσηnombre femenino Nos pidió prestado el teléfono pero hizo una llamada local, así que no habrá coste extra. |
υπεραστικό τηλεφώνημα
Ten listos por lo menos cinco dólares para hacer una llamada de larga distancia. |
δωρεάν τηλεφωνικός αριθμός
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) El código de área para las llamadas gratuitas es 800 u 888. La agencia tiene un número sin cargo, así que puede llamar gratis. |
σήμα κινδύνου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπεραστικό τηλεφώνημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τηλεφώνημα για να ξυπνήσει κάποιον
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Matthew pidió al hotel que le hicieran una llamada para despertarlo en la mañana. |
μεταβίβαση κλήσης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω ένα τηλεφώνημα, παίρνω ένα τηλέφωνοlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Te importaría esperar cinco minutos mientras hago una llamada? |
απαντάω σε ένα τηλεφώνημα, απαντάω σε μια κλήση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Siento interrumpir, pero tengo que salir a tomar una llamada. Puede ser que necesite tomar una llamada durante la reunión. Λυπάμαι για τη διακοπή, αλλά πρέπει να βγω έξω για να το σηκώσω. |
καλώ κπ που με πήρε, τηλεφωνώ σε κπ που με πήρεlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Te alcanzo más tarde, tengo que devolver una llamada antes de irme. |
παίρνω τηλέφωνοlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Devolveré la llamada cuando pueda. Θα σε πάρω τηλέφωνο όταν μπορέσω. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του llamada στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του llamada
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.