Τι σημαίνει το doce στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης doce στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του doce στο πορτογαλικά.
Η λέξη doce στο πορτογαλικά σημαίνει γλυκός, γλυκός, γλυκός, γλυκός, γλυκιά γεύση, αξιαγάπητος, γλυκό, απαλός, ήπιος, γλυκά, γλυκός, γλυκό, γλύκισμα, fudge, φατζ, γλυκό, γλύκισμα, τρυφερός, στοργικός, αρνί, αρνάκι, γλυκός, ήρεμος, ευγενικός, μαρμελάδα, πολύ γλυκός, ευγενικός, ευχάριστος, γλυκός, καλός, γλύκα, γλυκύφωνος, που κινείται ελεύθερα, που ρέει ελεύθερα, γλυκός σαν μέλι, γλυκό, γλύκισμα, ζαχαρωτό, μάραθο, γλυκάνισο, πιπεριά πιμέντο ή πιμιέντο, μαλλί της γριάς, βολβός του μάραθου, γλυκοπατάτα, ντόνατ, γλύκα, μάραθο, γλύκισμα με καραμελωμένους ξηρούς καρπούς, του γλυκού νερού, πανεύκολος, σπίτι μου σπιτάκι μου, είναι παιχνιδάκι, ψωμάκι, στεριανός, γλυκό νερό, σάλτσα κράνμπερι, λίμνη του γλυκού νερού, αραβόσιτος, γλυκοπατάτα, γλειφιτζούρι-μπαστουνάκι, καραμέλα γάλακτος, ρυζόγαλο, γλυκό ψωμάκι με επικάλυψη ζάχαρη, φόρμα για σοκολατάκια, γλύκα, μαργαριτάρι γλυκού νερού, με γλυκό νερό, υπερβολικά γλυκός, μάραθο, κέικ, σοκολατάκια με γλυκόριζα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης doce
γλυκόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Esta sobremesa é muito doce. Αυτό το επιδόρπιο είναι πολύ γλυκό. |
γλυκόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Eu prefiro lanches doces a salgados. Προτιμώ τα γλυκά από τα αλμυρά σνακ. |
γλυκόςadjetivo (água não salobra) (νερό: όχι αλμυρό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O tanque de peixes está cheio de água doce e não de água salobra. Αυτό το ενυδρείο είναι γεμάτο με γλυκό νερό, όχι με θαλασσινό. |
γλυκόςadjetivo (água) (μτφ: όχι θαλασσινός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A fonte dá água doce. |
γλυκιά γεύσηsubstantivo masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) James prefere salgado à doce. |
αξιαγάπητοςadjetivo (adorável) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Você tem um cachorro tão doce! Ο σκύλος σου είναι πολύ γλυκός. |
γλυκό
Não guardamos doces em casa. Δεν έχουμε γλυκίσματα στο σπίτι. |
απαλός, ήπιος(sabor) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O vinho tinha um bom sabor adocicado. Το κρασί είχε μια ωραία απαλή γεύση. |
γλυκά(informal, figurado) (μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ele falou manso com a irmã para que ela o ajudasse com a lição de casa. |
γλυκόςadjetivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A banda tocava uma melodia doce. Το συγκρότημα έπαιξε μια γλυκιά μελωδία. |
γλυκό, γλύκισμα(confeitos) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Φέρνω γλυκά (or: γλυκίσματα) για τα παιδιά. |
fudge, φατζsubstantivo masculino (geralmente com chocolate) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Anne comprou alguns doces para seus filhos. Η Άν αγόρασε λίγο φατζ για τα παιδιά της. |
γλυκό, γλύκισμαsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τρυφερός, στοργικόςadjetivo (figurado) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A doce esposa de Peter o confortou quando ele perdeu o emprego. Η στοργική γυναίκα του Πίτερ τον παρηγόρησε όταν έχασε τη δουλειά του. |
αρνί, αρνάκι(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sarah era um doce e difícil de enfurecer. |
γλυκός, ήρεμος, ευγενικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μαρμελάδα(alimento: conserva de frutas) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sheila usou as sobras de ameixas para fazer geleia. Η Σέιλα χρησιμοποίησε τα περισσευούμενα δαμάσκηνα για να φτιάξει μαρμελάδα. |
πολύ γλυκός(brasileirismo) |
ευγενικός, ευχάριστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O sorriso gentil de Catherine fazia com que todos gostassem dela. |
γλυκός, καλός(figurado, informal, pessoa afável) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Obrigada por me ajudar com aquele trabalho; você é um querido! Ευχαριστώ που με βοήθησες με αυτή την δουλειά· είσαι τόσο γλυκός. |
γλύκα(BRA, informal, figurado, mulher atraente) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γλυκύφωνοςadvérbio (som: agradável) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που κινείται ελεύθερα, που ρέει ελεύθεραadjetivo (literal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Λίγη ακόμη δουλειά με αυτή τη βεντούζα και το σιφόνι θα ρέει ελεύθερα και πάλι. Ο ποταμός Yellowstone κινείται ελεύθερα: δεν έχει πουθενά φράγματα. |
γλυκός σαν μέλι(muito doce) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γλυκό, γλύκισμαsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ζαχαρωτό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μάραθο(botânica: erva com muitas folhas) (βοτανική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Funcho precisa de muita água para crescer. Το μάραθο χρειάζεται πολύ νερό για να μεγαλώσει. |
γλυκάνισο(erva) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πιπεριά πιμέντο ή πιμιέντο
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μαλλί της γριάςsubstantivo masculino (tipo de doce) (μεταφορικά: γλύκισμα) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
βολβός του μάραθουsubstantivo feminino (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
γλυκοπατάταsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ντόνατ(rosquinha) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
γλύκα(adorável) (ανεπίσημο, μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μάραθο(folhas comestíveis) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Funcho é um vegetal folhoso. Το μάραθο είναι ένα φυλλώδες πράσινο λαχανικό. |
γλύκισμα με καραμελωμένους ξηρούς καρπούς(anglicismo: doce com nozes) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
του γλυκού νερούadjetivo (animal não marinho) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πανεύκολος(informal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σπίτι μου σπιτάκι μουexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είναι παιχνιδάκιexpressão (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψωμάκι(με γλυκιά γεύση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A padaria é famoso pelos seus pães doces. Εκείνος ο φούρνος είναι γνωστός για τα γλυκά ψωμάκια του. |
στεριανόςexpressão (pejorativo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γλυκό νερό
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Κολυμπάω μόνο σε γλυκό νερό. Η πέρκα είναι αποκλειστικά ψάρι του γλυκού νερού. |
σάλτσα κράνμπερι
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η σάλτσα κράνμπερι αποτελεί παραδοσιακό μέρος του δείπνου των Ευχαριστιών. |
λίμνη του γλυκού νερού
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αραβόσιτος(milho) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γλυκοπατάτα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Torta de batata doce é um prato comum na culinária do Sul dos EUA. Eu gosto de batata-doce com queijo ralado em cima. Η πίτα με γλυκοπατάτα είναι συνηθισμένο πιάτο της κουζίνας του αμερικάνικου Νότου. Μου αρέσουν οι γλυκοπατάτες με τριμμένο τυρί από πάνω. |
γλειφιτζούρι-μπαστουνάκι
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) As bengalas doces são populares durante a época de Natal. |
καραμέλα γάλακτος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Para a sobremesa, tivemos pudim com molho de doce de leite. |
ρυζόγαλο(sobremesa) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γλυκό ψωμάκι με επικάλυψη ζάχαρηsubstantivo masculino (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φόρμα για σοκολατάκια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γλύκα(termo afetivo) (ανεπίσημο, μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μαργαριτάρι γλυκού νερού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με γλυκό νερόlocução adjetiva (lago) (λίμνη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπερβολικά γλυκός
|
μάραθο(hastes comestíveis) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Eles fizeram uma adorável salada de talos de funcho, alho e azeite. Έφτιαξαν μια υπέροχη σαλάτα με μάραθο, σκόρδο και λάδι. |
κέικ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σοκολατάκια με γλυκόριζα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του doce στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του doce
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.