Τι σημαίνει το dons στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dons στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dons στο Γαλλικά.

Η λέξη dons στο Γαλλικά σημαίνει δωρεά, εισφορά, αρχιμαφιόζος, προσφορά, χάρισμα, αιμοδοσία, Δον, προσφορά, ικανότητα, επιδεξιότητα, έμφυτο χάρισμα,ταλέντο, εθελοντική δωρεά, δωρεά, προσφορά, δείγμα δωρεάν, δώρο, προσφορά, χάρισμα, προσφορά, ευεργεσία, αγαθοεργία, δωρεά, έμφυτη ικανότητα, δωρίζω, χαρίζω, κάνω δωρεά, συνεισφέρω, προσφέρω, δίνω κτ σε φιλανθρωπικό ίδρυμα, πανταχού παρών, κάνω δωρεά, θεόσταλτος, θεόσταλτος, γυναικάς, κινητή μονάδα αιμοδοσίας, μουσικό ταλέντο, μουσικό ταλέντο, τάμα, δώρο Θεού, δωρεά οργάνων, σπάνιο χάρισμα, μοναδικό χάρισμα, γνώση φυσικών επιστημών, αιμοδοσία, Δον Ζουάν, Δον Κιχώτης, Δον Ζουάν, έχω ταλέντο σε κτ, έχω κλίση σε κτ, πατρονάρω, χαρίζω, δωρίζω, δίνω, ταλέντο σε κτ, Δον Κιχώτης, έχω ταλέντο σε κτ, έχω ταλέντο, κάνω δωρεά κτ σε κπ/κτ, διάνοια, ιδιοφυΐα, μάννα εξ ουρανού, δωρίζω, χαρίζω, υπόσχεση, δωρίζω κτ σε κτ, χαρίζω κτ σε κτ, κάνω δωρεά σε κτ, κάνω κπ να αρχίσει να μιλάει για κτ, της δωρεάς, παίκτης, δίνω, προσφέρω, προσφέρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dons

δωρεά, εισφορά

nom masculin (φιλανθρωπική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les dons ont augmenté de 50 % par rapport à la même période l'année dernière.

αρχιμαφιόζος

nom masculin (italien)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les hommes suivaient les ordres du don.
Οι άντρες εκτελούσαν τις διαταγές του αρχιμαφιόζου.

προσφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Votre don nourrira une famille de cinq personnes pendant un mois. // Si vous souhaitez faire un don, merci de nous contacter.

χάρισμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il a un don pour la musique.

αιμοδοσία

nom masculin (de sang, d'organe) (προσφορά αίματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le don du sang ne prend que quelques minutes mais peut sauver une vie.

Δον

nom masculin (titre espagnol) (ισπανικός τίτλος ευγενείας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il s'appelait Don Diego.

προσφορά

(pour anniversaire,...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Même si Harry ne fumait pas, il apprécia les cigares qu'il avait reçus de Sally en cadeau.
Ο Χάρυ εκτίμησε το ότι η Σάλλυ του χάρισε τσιγάρα αν και δεν κάπνιζε.

ικανότητα, επιδεξιότητα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a un don particulier pour manier le ballon.
Έχει ιδιαίτερο ταλέντο στο ποδόσφαιρο.

έμφυτο χάρισμα,ταλέντο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lynn possède un don pour les mathématiques

εθελοντική δωρεά

nom masculin

δωρεά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προσφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δείγμα δωρεάν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δώρο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προσφορά

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce matin, mon chat m'a fait don d'une souris morte (or: m'a fait un cadeau : une souris morte).

χάρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lisa a utilisé ses facultés mentales à bon escient et est devenue professeur.
Η Λίζα χρησιμοποίησε αποτελεσματικά τα πνευματικά της χαρίσματα κι έγινε καθηγήτρια.

προσφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ευεργεσία, αγαθοεργία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δωρεά

nom masculin (πράξη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έμφυτη ικανότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a un talent inné (or: un don) pour l'équitation.

δωρίζω, χαρίζω

(pour un anniversaire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La reine a fait cadeau d'une de ses propriétés à son petit-fils.

κάνω δωρεά

(de l'argent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Μπες στην ιστοσελίδα του φιλανθρωπικού σωματείου αν θέλεις να κάνεις δωρεά.

συνεισφέρω, προσφέρω

(χρήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δίνω κτ σε φιλανθρωπικό ίδρυμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si tu ne veux plus de ces jouets, donnons-les.
Αν δε θέλεις αυτά τα παιχνίδια πια, ας τα δώσουμε.

πανταχού παρών

(καθαρεύουσα, λόγιος)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Dieu est censé être omniprésent.

κάνω δωρεά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θεόσταλτος

locution verbale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θεόσταλτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Après la longue sécheresse, les agriculteurs se sont réjouis de la pluie qui était comme un don tombé du ciel.

γυναικάς

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κινητή μονάδα αιμοδοσίας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μουσικό ταλέντο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μουσικό ταλέντο

nom masculin

Το μουσικό ταλέντο του Τιμ ήταν προφανές από μικρή ηλικία· ήξερε να παίζει κιθάρα από πέντε χρονών.

τάμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δώρο Θεού

nom masculin (μτφ: καλοδεχούμενος)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δωρεά οργάνων

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπάνιο χάρισμα, μοναδικό χάρισμα

nom masculin

γνώση φυσικών επιστημών

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle a un don pour les sciences.

αιμοδοσία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Δον Ζουάν

nom masculin (séducteur)

Δον Κιχώτης

nom propre masculin (personnage) (χαρακτήρας μυθιστορήματος)

Δον Ζουάν

(figuré) (μεταφορικά)

έχω ταλέντο σε κτ

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Laura a un don (or: a du talent) pour la conception de jardin.

έχω κλίση σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle a vraiment un don pour le golf.

πατρονάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Henry se croit au-dessus d'Imogen ; il la traite toujours avec condescendance.

χαρίζω, δωρίζω, δίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Έβαλε τα παλιά της ρούχα σε μια τσάντα και τα χάρισε.

ταλέντο σε κτ

Le don de Sarah pour la photographie lui a permis de trouver un emploi.
Το ταλέντο της Σάρας στη φωτογραφία τη βοήθησε να βρει δουλειά.

Δον Κιχώτης

nom propre (roman) (μυθιστόρημα)

έχω ταλέντο σε κτ

locution verbale (ειρωνικό)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Steve a un don pour la peinture (or: pour peindre) : ses portraits sont particulièrement bons.

έχω ταλέντο

locution verbale (fâcheuse habitude) (μτφ: σε κτ, στο να κάνω κτ)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Mon frère a le don d'énerver les gens.

κάνω δωρεά κτ σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ils ont donné 100 $ à la Croix Rouge.
Έκαναν δωρεά 100 δολάρια στον Ερυθρό Σταυρό.

διάνοια, ιδιοφυΐα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Son don pour le piano est exceptionnel pour son âge.
Η ιδιοφυΐα του στο πιάνο είναι εξαιρετική για την ηλικία του.

μάννα εξ ουρανού

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
L'héritage que j'ai reçu de mon arrière-grand-tante fut un don du ciel.

δωρίζω, χαρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Merci à toutes les entreprises locales qui ont donné des prix pour la loterie d'aujourd'hui.
Ευχαριστούμε όλες τις τοπικές επιχειρήσεις που προσέφεραν βραβεία για τη σημερινή κλήρωση.

υπόσχεση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δωρίζω κτ σε κτ, χαρίζω κτ σε κτ

κάνω δωρεά σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je donne régulièrement à une association.
Κάνω τακτικά δωρεές σε φιλανθρωπικές οργανώσεις.

κάνω κπ να αρχίσει να μιλάει για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'article de journal a lancé Tony sur le sujet des prix de l'immobilier.
Το άρθρο στην εφημερίδα έκανε τον Τόνι να αρχίσει να μιλάει για τις τιμές των κατοικιών.

της δωρεάς

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίκτης

nom masculin (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Je ne sortirais jamais avec un dragueur comme Andy ; il ne croit pas en la monogamie.

δίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a fait don de tous ses biens.

προσφέρω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pour ses années de service, ils lui ont offert une montre en or.

προσφέρω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont offert un bouquet de fleurs au vainqueur.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dons στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του dons

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.