Τι σημαίνει το drain στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης drain στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του drain στο Αγγλικά.

Η λέξη drain στο Αγγλικά σημαίνει σωλήνας, κτ που εξαντλεί κτ, αδειάζω, στραγγίζω, σουρώνω, στραγγίζω, φεύγω, αδειάζω, αποστραγγίζω, αργοσβήνω, χάνομαι, λιώνω, μαζική μετανάστευση εξειδικευμένων επαγγελματιών, αποστραγγίζω, απομακρύνομαι, φεύγω, στραγγίζω, στραγγίζω, πάω χαμένος, φρεάτιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης drain

σωλήνας

noun (water pipe)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The water ran down the drain.
Το νερό έτρεξε στο σιφόνι.

κτ που εξαντλεί κτ

noun (depletion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This project is too expensive; it's a drain on our resources.
Το έργο παραείναι ακριβό, έχει εξαντλήσει τα κεφάλαιά μας.

αδειάζω

transitive verb (empty)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The farmer drained the pond.
Ο αγρότης άδειασε το νερόλακκο.

στραγγίζω, σουρώνω

transitive verb (separate liquid)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Simon cooked the potatoes and then drained them.
Ο Σάιμον μαγείρεψε τις πατάτες και μετά τις στράγγισε.

στραγγίζω

transitive verb (figurative (energy or resource) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy drained her bank account.
Η Νάνσυ στράγγιξε τον τραπεζικό λογαριασμό της.

φεύγω

intransitive verb (water)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The soil was soaked and the water took ages to drain.
Το χώμα είχε ποτίσει και το νερό πήρε καιρό να φύγει (or: στραγγίξει).

αδειάζω

transitive verb (empty by drinking)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeremy drained his glass.

αποστραγγίζω

transitive verb (medicine: draw off fluid)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The nurse used a needle to drain the abscess.

αργοσβήνω, χάνομαι, λιώνω

phrasal verb, intransitive (figurative (be gradually lost) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Her strength drained away as she neared the mountain's summit.
Οι δυνάμεις της άρχισαν να χάνονται όσο πλησίαζε προς την κορυφή του βουνού.

μαζική μετανάστευση εξειδικευμένων επαγγελματιών

noun (figurative (mass emigration of skilled people)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Poland experienced a brain drain when much of its educated population emigrated to the UK.
Η Πολωνία υπέστη μαζική μετανάστευση εξειδικευμένων επαγγελματιών, όταν μεγάλο μέρος του μορφωμένου πληθυσμού της μετανάστευσε στο Ηνωμένο Βασίλειο.

αποστραγγίζω

(filter off)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He dug a ditch to drain away the water that was flooding the lawn.

απομακρύνομαι, φεύγω

(trickle off, be filtered off) (πολύ αργά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The washbasin is blocked; the water only drains away very slowly.

στραγγίζω

(liquid: remove)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Allow the roasting tray to stand for a few minutes, so the solids settle, then drain off the excess fat.

στραγγίζω

(hose, pipe: get all the liquid out of it)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πάω χαμένος

verbal expression (figurative, informal (be wasted)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A lot of the investors saw their entire life savings go down the drain.

φρεάτιο

noun (rainwater drainage hole or gutter)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του drain στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του drain

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.