Τι σημαίνει το cup στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cup στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cup στο Αγγλικά.

Η λέξη cup στο Αγγλικά σημαίνει κύπελλο, κύπελο, φλιτζάνι, φλιτζάνι, δισκοπότηρο, κύπελλο, καπ, σπασουάρ, κάνω χούφτα, κρατάω κτ στη χούφτα μου, κούπα του καφέ, θήκη για ποτήρι, κυπελλούχος, είναι του γούστου μου, είναι του στιλ μου, οινοχόος, κύπελλο, αυγουλιέρα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ποτήρι από φελιζόλ, φρούτα σερβιρισμένα σε κούπα, μισό φλυτζάνι, μεζούρα μαγειρικής, τέταρτο φλιτζανιού, παιδικό ποτηράκι, πολύ κακό για το τίποτε, πολύ κακό για το τίποτα, βεντούζα, Παγκόσμιο Κύπελλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cup

κύπελλο, κύπελο

noun (drinking container) (πλαστικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I don't need a glass. Just give me a plastic cup.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ποτηράκια για το πάρτι θυμήθηκες να πάρεις;

φλιτζάνι

noun (content of a cup) (περιεχόμενο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Can I have a cup of coffee?
Μου βάζεις μια κούπα καφέ;

φλιτζάνι

noun (US (measure: 0.237 litres)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The recipe calls for two cups of milk.
Η συνταγή λέει δυο φλιτζάνια γάλα.

δισκοπότηρο

noun (chalice) (εκκλησία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The priest held up the cup containing the blood of Christ.
O ιερέας σήκωσε το δισκοπότηρο που περιείχε το αίμα του Χριστού.

κύπελλο

noun (trophy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The winning hockey team held the cup high.
Η νικήτρια ομάδα χόκεϊ σήκωσε το κύπελλο ψηλά.

καπ

noun (bra size)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I started wearing a B-cup last year.
Ξεκίνησα να φοράω B-καπ, από πέρυσι.

σπασουάρ

noun (US (male athletic support)

I once got hit with a baseball between the legs, and I wasn't wearing my cup.

κάνω χούφτα

transitive verb (form cup shape: with hands)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He cupped his hands to catch and drink water from the fountain.

κρατάω κτ στη χούφτα μου

transitive verb (hold in cupped hands)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She cupped the injured bird delicately in both hands.

κούπα του καφέ

noun (cup in which coffee is served)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Anna gave him a set of coffee cups as a birthday present.

θήκη για ποτήρι

noun (device for keeping a drink upright)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My car has two cup holders.

κυπελλούχος

noun (sports: current champion)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Liverpool fans rejoiced as their team beat cupholders Manchester United 4-0. It looks like the Red Wings might be the cup holders again this year.

είναι του γούστου μου, είναι του στιλ μου

verbal expression (figurative, informal (area of interest or liking)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This is the sort of book that is exactly my cup of tea. Particle physics is not my cup of tea.

οινοχόος

noun (person: wine server) (παλαιό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κύπελλο

noun (cup for drinking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Everybody shared the blue metal drinking cup that hung by the pump.

αυγουλιέρα

noun (cup for holding a boiled egg)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (device for washing eye)

ποτήρι από φελιζόλ

noun (disposable drink cup)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Foam cups might be convenient, but they are bad for the environment.

φρούτα σερβιρισμένα σε κούπα

noun (cup of mixed fruit)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
For lunch we were served quiche, muffins, and a fruit cup.

μισό φλυτζάνι

noun (US (cookery: measure of volume)

μεζούρα μαγειρικής

noun (container for measuring out food)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I use a measuring cup to be sure of food proportions for my overweight cat.

τέταρτο φλιτζανιού

noun (US (measure: one fourth of a cupful)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παιδικό ποτηράκι

noun (mainly US (child's cup)

πολύ κακό για το τίποτε, πολύ κακό για το τίποτα

noun (UK, figurative (drama over [sth] trivial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eventually the excitement about his remark will prove to be a storm in a teacup.

βεντούζα

noun (rubber device that creates a vacuum)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Παγκόσμιο Κύπελλο

noun (soccer championship)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The 2014 World Cup was held in Brazil.
Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014 έγινε στη Βραζιλία.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cup στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cup

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.