Τι σημαίνει το plug στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης plug στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του plug στο Αγγλικά.

Η λέξη plug στο Αγγλικά σημαίνει φις, πρίζα, μπρίζα, τάπα, τάπα, βουλώνω, ταπώνω, βάζω κτ σε κτ, συνδέω κτ σε κτ, διαφήμιση, προώθηση, μπουζί, διαφημίζω, προωθώ, δουλεύω ασταμάτητα, εργάζομαι ασταμάτητα, δουλεύω ασταμάτητα πάνω σε κτ, εργάζομαι ασταμάτητα πάνω σε κτ, βάζω στην πρίζα, βουλώνω, κρέμα στο πάνω μέρος του γάλακτος, ωτοασπίδα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μπουζί πυράκτωσης, προσαρμογέας βύσματος, λειτουργία Plug and Play, plug-and-play, plug in, που μπαίνει σε βύσμα, ηλεκτρικός μετασχηματιστής, διακόπτω την υποστήριξη, τερματίζω, διακόπτω, ούπα, αναφλεκτήρας, μπριζώνω, αγγειακό βύσμα, πρίζα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης plug

φις

noun (connector for electrical socket)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
In Europe, plugs have two pins, whereas in the UK, they have three.
Στην Ευρώπη τα φις έχουν δύο ακροδέκτες, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν τρεις.

πρίζα, μπρίζα

noun (informal (electrical socket)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Don't stick your fingers in the plug; you might get a nasty shock.
Μην βάλεις το δάχτυλό σου στην πρίζα· μπορεί να ηλεκτριστείς άσχημα.

τάπα

noun (sink, bath: stopper)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You need to put the plug in if you want to fill the sink with water.
Πρέπει να βάλεις την τάπα εάν θέλεις να γεμίσεις τον νεροχύτη με νερό.

τάπα

noun ([sth]: blocks a hole)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Paula used a wad of paper as a plug to fill the hole.
Η Πάολα χρησιμοποίησε ένα μπαλάκι από χαρτί ως τάπα για να κλείσει την τρύπα.

βουλώνω, ταπώνω

transitive verb (hole: block)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paula plugged the hole with a wad of paper.
Η Πάολα έκλεισε την τρύπα με ένα μπαλάκι από χαρτί.

βάζω κτ σε κτ, συνδέω κτ σε κτ

(electricity: connect to mains)

Tom plugged the vacuum cleaner into the socket.
Ο Τομ έβαλε την ηλεκτρική σκούπα στην πρίζα.

διαφήμιση, προώθηση

noun (slang (promotion, advertising)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The actor appeared on the talk show so that she could put in a plug for her latest film.

μπουζί

noun (informal, often plural (spark plug)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Janine is changing the plugs on that old Ford.

διαφημίζω, προωθώ

transitive verb (slang (advertise, promote)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The author appeared on the talk show to plug his latest book.

δουλεύω ασταμάτητα, εργάζομαι ασταμάτητα

phrasal verb, intransitive (informal (keep working on [sth])

δουλεύω ασταμάτητα πάνω σε κτ, εργάζομαι ασταμάτητα πάνω σε κτ

(informal (keep working on)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω στην πρίζα

phrasal verb, transitive, separable (connect to mains supply)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He plugged in the television and switched it on.
Έβαλε την τηλεόραση στην πρίζα και την άνοιξε.

βουλώνω

phrasal verb, transitive, separable (hole: block, stopper)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρέμα στο πάνω μέρος του γάλακτος

noun (fat at top of milk bottle)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ωτοασπίδα

noun (usually plural (plug worn in ears to block noise) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (blockage caused by frozen liquid)

μπουζί πυράκτωσης

noun (part of an engine, esp. diesel) (κινητήρας)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The purpose of a glow plug is to heat the cylinder not to ignite the fuel.

προσαρμογέας βύσματος

noun (electrical device)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
You'll need a plug adaptor to put the flat-prong plug in a round-prong outlet.

λειτουργία Plug and Play

noun (® (computing: automatic installation)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Plug and Play allows the operating system to detect new hardware and configure it automatically.

plug-and-play

adjective (® (computer: works automatically)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

plug in

noun (software add-on)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
To view videos on this website, you need to install a plug-in.

που μπαίνει σε βύσμα

adjective (device: that connects up)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The pen drive is a simple plug-in USB device.
Το στικάκι μνήμης είναι μια απλή εξωτερική συσκευή USB.

ηλεκτρικός μετασχηματιστής

noun (electrical adaptor, converter)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A power plug is something you plug into an electrical outlet.

διακόπτω την υποστήριξη

verbal expression (informal (turn off life support)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Janet made her husband promise that, if she ever ended up in a vegetative state, he would pull the plug.
Η Τζάνετ έβαλε τον άντρα της να της υποσχεθεί ότι, αν ποτέ βρισκόταν σε κατάσταση φυτού, θα διέκοπτε την υποστήριξη.

τερματίζω, διακόπτω

verbal expression (informal, figurative (cause abrupt end)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This project is losing us money; it's time we pulled the plug on it.

ούπα

noun (small reinforcing rod)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αναφλεκτήρας

noun (device that ignites an engine)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There was nothing seriously wrong with the car – we just needed to change the spark plugs.

μπριζώνω

transitive verb (US, informal (inspire, animate) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The new manager sparkplugged greater productivity among the sales team.

αγγειακό βύσμα

noun (blood clot, embolism) (ιατρική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πρίζα

noun (electrical outlet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του plug στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του plug

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.