Τι σημαίνει το drag on στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης drag on στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του drag on στο Αγγλικά.

Η λέξη drag on στο Αγγλικά σημαίνει τραβάω, σέρνω, σύρω, σέρνομαι, περνώ αργά, αγγαρεία, ρουφηξιά, άμαξα, μηχανισμός φρένου, οπισθέλκουσα, βγαίνω, σέρνομαι, ρουφάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης drag on

τραβάω

phrasal verb, intransitive (continue tediously) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The three-hour movie dragged on and on.
Η τρίωρη ταινία δεν είχε τελειωμό.

σέρνω, σύρω

transitive verb (pull [sth], [sb] along the ground) (κυριολεξία, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cynthia dragged the large chair into the room.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έσουρε το μπαούλο στην άκρη.

σέρνομαι

intransitive verb (touch the ground)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I didn't know that my scarf was dragging on the ground. Now it's filthy!
Δεν ήξερα πως το κασκόλ μου σερνόταν στο πάτωμα. Τώρα είναι μέσα στη βρώμα!

περνώ αργά

intransitive verb (pass slowly) (χρόνος)

The movie starts to drag in the second half.
Η ταινία σέρνεται στο δεύτερο μισό της.

αγγαρεία

noun (slang ([sth] boring, tedious)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Homework is always a drag.
Οι εργασίες για το σπίτι είναι σκέτη βαρεμάρα.

ρουφηξιά

noun (informal (puff on a cigarette, etc.) (από κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The man took a long drag of his cigarette.
Ο άνδρας πήρε μια μεγάλη ρουφηξιά (or: τζούρα) από το τσιγάρο του.

άμαξα

noun (horse-drawn coach)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Four horses pulled the drag, which had passengers seated inside and on the top.

μηχανισμός φρένου

noun (fishing: reel brake) (καλάμι ψαρέματος)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Use the drag when the fish tries to run.

οπισθέλκουσα

noun (aerodynamics: resistance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The thrust of the engines counteracts the drag of the wings.

βγαίνω

intransitive verb (fishing: cast a net) (για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The fishermen drag for mussels when the tide is right.

σέρνομαι

intransitive verb (move wearily, heavily) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The old man dragged along the road.

ρουφάω

(draw on a cigarette, etc.) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She dragged on her cigarette.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του drag on στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του drag on

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.