Τι σημαίνει το drilling στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης drilling στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του drilling στο Αγγλικά.

Η λέξη drilling στο Αγγλικά σημαίνει τρύπημα, τρυπάνι, τροχός, άσκηση, άσκηση, ανοίγω, κάνω, ανοίγω, κάνω, εκπαιδεύω, εκπαιδεύω, ασκώ, κάνω γεώτρηση, η διαδικασία, ντρίλι, αυλάκι, τρυπάω, τρυπώ, εξασκούμαι, ασκούμαι, μαθαίνω κτ σε κπ, διδάσκω κτ σε κπ, γεωτρύπανο, υποθαλάσσια γεώτρηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης drilling

τρύπημα

noun (act)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The noise of the drilling from the roadworks makes it difficult to concentrate.
Ο θόρυβος από τα γεωτρύπανα στις οδικές εργασίες με δυσκολεύει στη συγκέντρωση.

τρυπάνι

noun (tool: bores holes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Linda is putting up some shelves this weekend, so she'll need her drill.
Η Λίντα θα τοποθετήσει μερικά ράφια αυτό το σαββατοκύριακο, θα χρειαστεί λοιπόν το τρυπάνι της.

τροχός

noun (dentist's tool)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Pete refuses to see a dentist because he hates the sound of the drill.

άσκηση

noun (training exercise)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The soldiers spent the afternoon doing drills.
Οι φαντάροι πέρασαν το απόγευμα κάνοντας ασκήσεις.

άσκηση

noun (practice)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's OK. There isn't a real fire; this is just a drill.
Όλα ΟΚ. Δεν υπάρχει πραγματική φωτιά, είναι μόνο μια άσκηση.

ανοίγω, κάνω

transitive verb (bore: a hole) (μια τρύπα με τρυπάνι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James drilled a hole for the screw to go in.
Ο Τζέιμς άνοιξε μια τρύπα για να μπει η βίδα.

ανοίγω, κάνω

(bore: a hole) (μια τρύπα σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alison drilled a hole in the wall.
Η Άλισον άνοιξε μια τρύπα στον τοίχο.

εκπαιδεύω

transitive verb (train)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sergeant is drilling the new recruits.
Ο λοχίας εκπαιδεύει τους νεοσύλλεκτους.

εκπαιδεύω, ασκώ

(train) (κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher drilled the students in French grammar.
Ο δάσκαλος εκπαίδευσε τους μαθητές στη Γαλλική γραμματική.

κάνω γεώτρηση

(bore a hole to extract: oil, water) (για να βρω κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company plans to start drilling for oil in Arctic waters.

η διαδικασία

noun (figurative, informal (routine, procedure)

When the CEO visits the office, what's the drill?

ντρίλι

noun (fabric)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The man wore a suit made from drill.

αυλάκι

noun (furrow for seeds)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The gardener sowed the carrots in drills.

τρυπάω, τρυπώ

intransitive verb (bore a hole)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There was a woman standing near the wall, drilling.

εξασκούμαι, ασκούμαι

intransitive verb (practise, train)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The soldiers had been drilling all afternoon.

μαθαίνω κτ σε κπ, διδάσκω κτ σε κπ

(figurative (instill)

The teacher tried to drill the multiplication tables into his students. My parents always drilled into me the importance of studying hard.

γεωτρύπανο

noun (machine that bores holes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υποθαλάσσια γεώτρηση

noun (drilling for oil under the ocean)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του drilling στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του drilling

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.