Τι σημαίνει το driven στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης driven στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του driven στο Αγγλικά.
Η λέξη driven στο Αγγλικά σημαίνει δυναμικός, παρασυρμένος, οδηγώ, οδηγώ, πηγαίνω, κινώ, πηγαίνω κπ σε κτ, οδηγώ, δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ, δίνω ώθηση σε κτ, κίνησης, οδήγηση, βόλτα με το αυτοκίνητο, θέληση, επιμονή, φορτίο, ορμή, κούρσα, επίθεση, εκστρατεία, ενέργεια, ενεργητικότητα, σύστημα μετάδοσης κίνησης, drive, βολή, οδηγός, οδός, ιδιωτικός δρόμος, δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ, παρασύρομαι, προχωράω, πάω με αυτοκίνητο, παίρνω το αυτοκίνητο, χτυπάω, στέλνω, προωθώ, οδηγώ, δίνω κίνητρο, οδηγώ, οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτ, καρφώνω, στέλνω κτ σε κτ, καθοδηγούμενος από τους χαρακτήρες, με οδηγό, βάσει συμβάντων, βενζινοκίνητος, έρευνα καθοδηγούμενη από ερευνητές, μηχανοκίνητος, με πολιτικό κίνητρο, κερδοσκοπικός, αυτοπαρακινούμενος, αυτοκινούμενος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης driven
δυναμικόςadjective (motivated) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Steve is a driven student; he always wants to achieve the best grades. Ο Στήβεν είναι μαθητής που έχει κίνητρο · πάντα θέλει να παίρνει τους καλύτερους βαθμούς. |
παρασυρμένοςadjective (snow: carried by wind) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The driven snow gathered in drifts in the fields. |
οδηγώintransitive verb (operate a vehicle) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I can't drive yet. I'm only 15. Δεν μπορώ να οδηγήσω ακόμα. Είμαι μόνο 15 χρονών. |
οδηγώtransitive verb (operate: a vehicle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Would you like to drive my new car? Θέλεις να οδηγήσεις το καινούριο μου αυτοκίνητο; |
πηγαίνωtransitive verb (passenger: transport) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'll be late to the show unless you can drive me. Θα αργήσω στην παράσταση εκτός αν με πας με το αυτοκίνητο. |
κινώtransitive verb (cause movement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wind drives the fan and creates electricity. Ο αέρας κινεί την ανεμογεννήτρια, και έτσι παράγεται ηλεκτρισμός. |
πηγαίνω κπ σε κτtransitive verb (passenger: transport) (καθομιλουμένη) Could you drive me to the station? Θα μπορούσες να με πας στο σταθμό; |
οδηγώ(figurative (compel, cause) (σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The addiction drove him to a life of crime and misery. Η εξάρτηση τον οδήγησε σε μια ζωή εγκλήματος και μιζέριας. |
δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ(figurative (compel, cause) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The desire to make her parents proud is what drives her to succeed. Η επιθυμία να κάνει τους γονείς της περήφανους είναι αυτό που της δίνει κίνητρο για να πετύχει. |
δίνω ώθηση σε κτtransitive verb (figurative (push, power) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Spending drives the economy. Οι δαπάνες δίνουν ώθηση στην οικονομία. |
κίνησηςadjective (part of machine) (σε γενική: σύστημα) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) There's a problem in the drive train. |
οδήγησηnoun (journey by car) (πράξη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The drive was really tiring. Το ταξίδι ήταν πολύ κουραστικό. |
βόλτα με το αυτοκίνητοnoun (pleasure trip) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Let's go for a drive in the country. |
θέληση, επιμονήnoun (push) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His drive to succeed led him into business. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχει τον απαιτούμενο δυναμισμό, για να επιτύχει στον καλλιτεχνικό χώρο; |
φορτίοnoun ([sth] driven: animals, cargo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The whole drive of cattle fell ill and nearly died en route. |
ορμήnoun (psychology: urge) (πολύ έντονη επιθυμία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He has difficulty controlling his drives. |
κούρσαnoun (forward course) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They somehow found the energy for a final drive for the finish line. |
επίθεσηnoun (military thrust) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The army's drive into enemy territory was a great success. |
εκστρατείαnoun (charity) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The spring fund-raising drive was very successful. |
ενέργεια, ενεργητικότηταnoun (energy) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She's got a lot of drive and that motivates everyone. |
σύστημα μετάδοσης κίνησηςnoun (machinery) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The belt drive is poorly designed. |
drivenoun (automobiles) (κιβώτιο ταχυτήτων) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Move the car from neutral to drive and release the brakes. |
βολήnoun (sports: hitting) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Her drive sent the ball right past her opponent. |
οδηγόςnoun (computing) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Insert the CD into the drive. |
οδόςnoun (road name) (σε διεύθυνση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jane's address is 65 Poplar Drive. |
ιδιωτικός δρόμοςnoun (driveway: path from house to road) (κατά λέξη) An expensive-looking sports car turned into the drive. // Sarah parked her car in the driveway. Η Σάρα πάρκαρε το αυτοκίνητό της στην είσοδο του κήπου. |
δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτverbal expression (figurative (motivate) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) What drives her to succeed is a desire to make her parents proud. |
παρασύρομαιintransitive verb (be impelled) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The yacht drove before the strong wind. |
προχωράωintransitive verb (go forward vigorously) (με ορμή, ταχύτητα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The storm drove onwards, gathering strength. |
πάω με αυτοκίνητο, παίρνω το αυτοκίνητοintransitive verb (travel by vehicle) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Shall we drive or take the train? |
χτυπάωintransitive verb (sports: hit or kick) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In golf, I find driving easier than putting. |
στέλνωtransitive verb (sport: hit, kick) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kane drove a low shot past the goalkeeper. |
προωθώtransitive verb (baseball: advance) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He drove the runner home with a hit. |
οδηγώtransitive verb (logs: float down river) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They drove the logs down the river. |
δίνω κίνητροtransitive verb (figurative (motivate) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ian's desire to be the best is what drives him. |
οδηγώtransitive verb (figurative (provoke) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Her children always drive her to the point of madness. Τα παιδιά της την οδηγούν (or: φτάνουν) στην τρέλα. |
οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτtransitive verb (figurative (push) She drove the conversation to a certain topic. |
καρφώνω(nail, blade: hammer) (καρφί, μαχαίρι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He drove the nail into the wall. |
στέλνω κτ σε κτ(sport: hit, kick) She drove the ball into the net. |
καθοδηγούμενος από τους χαρακτήρεςadjective (fiction: reliant on character) (πλοκή μυθιστορήματος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με οδηγόadjective (car, vehicle) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάσει συμβάντωνadjective (computer program) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βενζινοκίνητοςadjective (powered by gas) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I predict that within my lifetime the gas-driven automobile will be obsolete. |
έρευνα καθοδηγούμενη από ερευνητέςadjective (research: led by academics) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μηχανοκίνητοςadjective (propelled by motor) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με πολιτικό κίνητροadjective (motivated by political concerns) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κερδοσκοπικόςadjective (motivated by moneymaking) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αυτοπαρακινούμενοςadjective (self-motivated) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The job requires a self-driven person. |
αυτοκινούμενοςadjective (with own power source) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The farmer uses a self-driven machine to harvest the crops. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του driven στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του driven
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.