Τι σημαίνει το driver στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης driver στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του driver στο Αγγλικά.

Η λέξη driver στο Αγγλικά σημαίνει οδηγός, οδηγός, ντράιβερ, driver, βοσκός, κινητήριος δύναμη, πρόγραμμα οδήγησης, παίρνω τα ηνία, κρατάω το τιμόνι, οδηγός λεωφορείου, καμηλιέρης, συνοδηγός, οδηγός λεωφορείου, οδηγός πούλμαν, αμαξάς, μέλος της παρέας που δεν πίνει για να οδηγήσει με ασφάλεια τους υπόλοιπους στον προορισμό τους, εκπαίδευση οδηγών, άδεια οδήγησης, η θέση του οδηγού, εξετάσεις για δίπλωμα, μηχανοδηγός, οδηγός που εγκαταλείπει το θύμα μετά από τροχαίο, παλμικό κατσαβίδι, μπουλουνόκλειδο, μηχανή τοποθέτησης πασσάλων, οδηγός ράλι, οδηγός αγώνων ταχύτητας, ασυνείδητος οδηγός, κατσαβίδι, επιστάτης δούλων, εκμεταλλευτής, σκληρός εργοδότης, στρατηγικός παράγοντας, οδηγός ταξί, ταξιτζής, δοκιμαστής αυτοκινήτων, μηχανοδηγός, οδηγός φορτηγού οδηγός νταλίκας, φορτηγατζής, νταλικιέρης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης driver

οδηγός

noun (of vehicle)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The driver of the blue car turned the wheels sharply to avoid the hole in the road.
Ο οδηγός του μπλε αυτοκινήτου έστριψε απότομα, για ν' αποφύγει την τρύπα στο δρόμο.

οδηγός

noun (machine part that exerts force) (μηχανολογία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The driver on this machine isn't working; I'll have to take it to the repair shop.

ντράιβερ, driver

noun (golf) (είδος μπαστουνιού γκολφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
He used a driver to hit over the sand trap.

βοσκός

noun (one who drives livestock)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The driver controlled the sheep with the aid of his dogs.

κινητήριος δύναμη

noun (colloquial, figurative (driving force) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The driver for the success of the business is the name of the designer.

πρόγραμμα οδήγησης

noun (computers)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The program will not work because it is missing a driver.

παίρνω τα ηνία, κρατάω το τιμόνι

verbal expression (figurative (have control) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If he thinks he can lead the team better, let him have the driver's seat.

οδηγός λεωφορείου

noun ([sb] employed to drive a bus)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The bus driver stopped to pick up a passenger.

καμηλιέρης

noun (person who leads or herds camels)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The camel drivers snickered behind their scarves as the fat man tried to climb on his camel.

συνοδηγός

noun (assistant driver) (βοηθά τον οδηγό, όχι απλά επιβάτης)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

οδηγός λεωφορείου, οδηγός πούλμαν

noun ([sb] who drives bus)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

αμαξάς

noun ([sb] who drives carriage)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μέλος της παρέας που δεν πίνει για να οδηγήσει με ασφάλεια τους υπόλοιπους στον προορισμό τους

noun (stays sober to drive)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εκπαίδευση οδηγών

noun (US (high-school driving classes)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

άδεια οδήγησης

noun (permit to drive)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I've had my driver's license for 15 years.
Έχω άδεια οδήγησης εδώ και 15 χρόνια.

η θέση του οδηγού

noun (seat in vehicle for the driver)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The driving instructor sat in the passenger seat and the student sat in the driver's seat.

εξετάσεις για δίπλωμα

noun (exam for learner drivers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gina failed her driver's test several times before finally passing.

μηχανοδηγός

noun ([sb] who drives a train)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
One of the two engine drivers was killed when the trains collided.

οδηγός που εγκαταλείπει το θύμα μετά από τροχαίο

noun ([sb]: leaves accident scene)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The police went to auto body repair shops to find the hit-and-run driver's car.

παλμικό κατσαβίδι

noun (power tool: screwdriver)

μπουλουνόκλειδο

noun (tool for screwing head onto a bolt)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μηχανή τοποθέτησης πασσάλων

noun (machine that sets piles)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The workmen drove the pole into the ground using a pile driver.

οδηγός ράλι, οδηγός αγώνων ταχύτητας

noun (sports-car racer)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

ασυνείδητος οδηγός

noun ([sb] who drives dangerously)

The reckless driver was eventually stopped by the police.

κατσαβίδι

noun (tool)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Have you got a screwdriver? I need one to put up this shelf.
Έχεις ένα κατσαβίδι; Το χρειάζομαι για να τοποθετήσω αυτό το ράφι.

επιστάτης δούλων

noun (literal, archaic ([sb] in charge of slaves) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Not all slave drivers were monsters and tyrants.

εκμεταλλευτής, σκληρός εργοδότης

noun (figurative ([sb] who demands hard work) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My boss is a real slave driver: he always wants me to work through my lunch break.

στρατηγικός παράγοντας

noun ([sth] that motivates a business plan)

οδηγός ταξί, ταξιτζής

noun ([sb] employed to drive a cab)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I gave the taxi driver a generous tip.

δοκιμαστής αυτοκινήτων

noun (tests cars)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μηχανοδηγός

noun (UK (engineer: [sb] who drives a train)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

οδηγός φορτηγού οδηγός νταλίκας, φορτηγατζής, νταλικιέρης

noun (US ([sb] employed to drive a lorry)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My uncle worked as a truck driver transporting goods all over North America.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του driver στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του driver

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.