Τι σημαίνει το elect στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης elect στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του elect στο Αγγλικά.

Η λέξη elect στο Αγγλικά σημαίνει εκλέγω, εκλέγω κπ σε κτ, εκλέγω κπ ως κτ, επιλέγω, διαλέγω, νεοεκλεγείς, οι επιλεγμένοι, οι διαλεγμένοι, οι εκλεκτοί, εκλεγμένος πρόεδρος, εκλεγμένη πρόεδρος, εκλεγμένος πρόεδρος, εκλεγμένη πρόεδρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης elect

εκλέγω

transitive verb (appoint by voting)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voters in the country have elected their first female president.

εκλέγω κπ σε κτ

transitive verb (appoint by voting)

This year, voters will elect two new people to the town council.

εκλέγω κπ ως κτ

transitive verb (appoint by voting)

Voters elected the retired principal as mayor of their city.

επιλέγω, διαλέγω

(formal (choose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Party A to the contract elects to commission services from Party B.

νεοεκλεγείς

adjective (selected for office)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The governor elect spent the weekend giving press interviews.

οι επιλεγμένοι, οι διαλεγμένοι

plural noun (those chosen)

After passing the difficult test, Chris felt he had entered the small circle of the elect.

οι εκλεκτοί

plural noun (those chosen by God)

The preacher preached that only the elect will have salvation after death.

εκλεγμένος πρόεδρος, εκλεγμένη πρόεδρος

noun (US president before inauguration) (πριν αναλάβει καθήκοντα)

εκλεγμένος πρόεδρος, εκλεγμένη πρόεδρος

noun (president prior to induction) (πριν αναλάβει καθήκοντα)

The meeting was addressed by the president elect of the British Medical Association.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του elect στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.