Τι σημαίνει το elbow στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης elbow στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του elbow στο Αγγλικά.

Η λέξη elbow στο Αγγλικά σημαίνει αγκώνας, γάμα, σκουντάω, σκουντώ, σπρώχνω, σκουντάω, σκουντώ, ωθώ, σπρώχνω, χαιρετισμός με τον αγκώνα, κόπος, μακαρόνι κοφτό σε σχήμα μισοφέγγαρου, σπρώχνω κπ για να κάνει στην άκρη, περιαγκωνίδα, χώρος, περνάω σπρώχνοντας από κτ, χαιρετάω με τον αγκώνα, χαιρετώ με τον αγκώνα, χαιρετάω κπ με τον αγκώνα, χαιρετώ κπ με τον αγκώνα, φλεγμονή του αγκώνα, τενοντοθυλακίτιδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης elbow

αγκώνας

noun (arm joint)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Brian bent his elbow.
Ο Μπράιαν λύγισε τον αγκώνα του.

γάμα

noun (right-angled pipe) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The plumber used an elbow to run the pipe around the corner.
Ο υδραυλικός χρησιμοποίησε ένα γάμα για να περάσει τον σωλήνα από τη γωνία.

σκουντάω, σκουντώ

transitive verb (deliberate: jab with elbow) (ήπια με τον αγκώνα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen noticed Jon was falling asleep in the lecture, so she elbowed him.
Η Κάρεν κατάλαβε ότι ο Τζον κόντευε να αποκοιμηθεί στη διάλεξη και έτσι τον σκούντηξε.

σπρώχνω, σκουντάω, σκουντώ

transitive verb (accidental: hit with elbow)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
People in the crowd were elbowing Edward in their desperation to get away from the monster.
Οι άνθρωποι στο πλήθος έσπρωχναν τον Έντουαρτ μέσα στην απόγνωσή τους να απομακρυνθούν από το τέρας.

ωθώ, σπρώχνω

phrasal verb, intransitive (force one's way in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He elbowed his way to the front of the crowd to get the autograph.

χαιρετισμός με τον αγκώνα

noun (greeting: tapping elbows)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κόπος

noun (figurative (physical effort) (σωματική προσπάθεια)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It takes a considerable amount of elbow grease to clean the oven.

μακαρόνι κοφτό σε σχήμα μισοφέγγαρου

noun (uncountable (bendy tubes of pasta)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σπρώχνω κπ για να κάνει στην άκρη

verbal expression (push [sb] aside)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
An old lady elbowed Dan out of the way as he was trying to get on the bus.

περιαγκωνίδα

noun (often pl (protective coverings for elbows)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's a good idea to wear elbow pads when you're learning to rollerskate.

χώρος

noun (figurative, informal (space to move)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
With the lift almost full there wasn't much elbow room.

περνάω σπρώχνοντας από κτ

verbal expression (push through a crowd, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαιρετάω με τον αγκώνα, χαιρετώ με τον αγκώνα

intransitive verb (tap elbows in greeting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαιρετάω κπ με τον αγκώνα, χαιρετώ κπ με τον αγκώνα

transitive verb (tap [sb]'s elbow in greeting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φλεγμονή του αγκώνα, τενοντοθυλακίτιδα

noun (informal, figurative (inflammation of the elbow joint)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I never knew you could get tennis elbow even if you don't play tennis.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του elbow στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του elbow

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.