Τι σημαίνει το pick στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pick στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pick στο Αγγλικά.

Η λέξη pick στο Αγγλικά σημαίνει διαλέγω, διαλέγω, μαζεύω, κόβω, βγάζω, ξεκινάω, προκαλώ, επιλογή, επιλογή, αξίνα, πένα, γλυφίδα, σκριν, τσιμπολογάω, τσιμπολογώ, παίζω, σπάω, σπάζω, παραβιάζω, βρίσκω τις ατέλειες, σκοτώνω, πειράζω, παρενοχλώ, διαλέγω, επιλέγω, διαλέγω, αναγνωρίζω, διακρίνω, διαλέγω, επιλέγω, παίρνω, παίρνω, μαζεύω, σηκώνω, αυξάνομαι, ψωνίζω, απαντάω, κολλάω, μαθαίνω, μαθαίνω, ανιχνεύω, εντοπίζω, πιάνω, πιάνομαι από κτ, διαλέγω προσεκτικά, επιλέγω προσεκτικά, διαλέγω προσωπικά, επιλέγω προσωπικά, έχω ράμματα για τη γούνα κπ, παγοκόφτης, εργαλείο για αφαίρεση ψίχας ξηρού καρπού, είμαι επιλεκτικός, διαλέγω, επιλέγω, επικρίνω, μαδάω, τρώω σταφύλι, βρίσκω ατέλειες, βρίσκω ατέλειες σε κτ, βρίσκω λάθη σε κτ, ανεβάζω ρυθμούς, διαλέγω κπ/κτ αντί για κπ/κτ άλλο, αδειάζω τις τσέπες κάποιου, παραβιάζω την κλειδαριά, σηκώνω το τηλέφωνο, μαζεύω τα κομμάτια μου, παίρνω τη σκυτάλη, παίρνω τα ηνία, δίνω τα φώτα μου, σκαλίζω τη μύτη μου, ξύνω τη μύτη μου, ανοίγω προσεκτικά δρόμο, κάτι που με ανεβάσει, αγροτικό, ατάκα, ημιφορτηγό, διαλέγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pick

διαλέγω

intransitive verb (choose)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I have so many favourites, it's hard to pick.
Έχω τόσα πολλά αγαπημένα που μου είναι δύσκολο να διαλέξω.

διαλέγω

transitive verb (choose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brenda has to pick her favourite flavour of ice cream.
Η Μπρέντα πρέπει να διαλέξει την αγαπημένη της γεύση παγωτού.

μαζεύω, κόβω

transitive verb (flowers, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Charlie likes to pick flowers for his girlfriend.
Στον Τσάρλι αρέσει να μαζεύει λουλούδια για το κορίτσι του.

βγάζω

transitive verb (remove matter from, clean)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Doug had to pick thorns out of his trousers.
Ο Νταγκ έπρεπε να βγάλει αγκάθια από το παντελόνι του.

ξεκινάω, προκαλώ

transitive verb (a fight, a quarrel: provoke) (καβγάδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
David always picks fights at school.

επιλογή

noun (turn to choose)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The home team has the first pick.
Οι γηπεδούχοι έχουν πρώτοι το δικαίωμα της επιλογής.

επιλογή

noun (selection made)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That wouldn't be everyone's pick, but I guess you know what you like.

αξίνα

noun (tool)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He used a pick to remove a chunk of rock from the cliff face.

πένα

noun (guitar plectrum)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alex strummed his guitar with a pick.

γλυφίδα

noun (toothpick)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dentist used a pick to clean the teeth.

σκριν

noun (US (basketball screen) (στο μπάσκετ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The guard used a pick to stop the forward.
Ο γκαρντ έκανε σκριν για να σταματήσει τον επιθετικό.

τσιμπολογάω, τσιμπολογώ

intransitive verb (eat slowly and half-heartedly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Are you going to eat, or just pick?

παίζω

transitive verb (pluck a musical instrument)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My uncle picks a banjo.

σπάω, σπάζω

transitive verb (break apart with a pick)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He picked the rock carefully in order to remove the fossil.

παραβιάζω

transitive verb (a lock: unlock)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cat burglar picked the lock.

βρίσκω τις ατέλειες

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (find fault with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her mother was always picking at her about her appearance.

σκοτώνω

phrasal verb, transitive, separable (slang (kill one by one)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police sniper picked off the bank robbers one by one.
Ο ελεύθερος σκοπευτής της αστυνομίας σκότωσε έναν έναν τους ληστές της τράπεζας.

πειράζω, παρενοχλώ

phrasal verb, transitive, inseparable (harass, bully [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please don't pick on me because I'm small!
Σε παρακαλώ μην με πειράζεις επειδή είμαι μικρός!

διαλέγω

phrasal verb, transitive, separable (choose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They've gone to pick out her engagement ring.
Πήγαν να διαλέξουν το δαχτυλίδι των αρραβώνων της.

επιλέγω, διαλέγω

phrasal verb, transitive, separable (select)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The professor picked Ken out as his research assistant.
Ο καθηγητής επέλεξε τον Κεν ως βοηθό ερευνητή.

αναγνωρίζω, διακρίνω

phrasal verb, transitive, separable (identify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The woman picked out the thief in an identity parade.
Η γυναίκα αναγνώρισε τον κλέφτη στην αναγνωριστική παράταξη υπόπτων.

διαλέγω, επιλέγω

phrasal verb, transitive, inseparable (choose from among)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mrs. Arnolds picked over the barrel of apples to find the juiciest ones. I still don't understand why she picked him over me.
Η κ. Άρνολντς διάλεξε μέσα από το βαρέλι με τα μήλα, για να βρει τα πιο ζουμερά. Ακόμη δεν καταλαβαίνω γιατί διάλεξε εκείνον κι όχι εμένα.

παίρνω

phrasal verb, transitive, separable (collect in vehicle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll pick up the kids from school today.
Θα πάρω τα παιδιά από το σχολείο με το αυτοκίνητο.

παίρνω

phrasal verb, transitive, separable (fetch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Could you pick up my prescription on your way past the chemist?
Θα μπορούσες να πάρεις τα φάρμακά μου καθώς περνάς από το φαρμακείο;

μαζεύω, σηκώνω

phrasal verb, transitive, separable (grasp, lift)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I picked up the book which had fallen onto the floor.
Σήκωσα το βιβλίο που είχε πέσει στο πάτωμα.

αυξάνομαι

phrasal verb, intransitive (informal (improve)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We hope that sales will pick up next month.
Ελπίζουμε ότι οι πωλήσεις θα αυξηθούν (or: ανεβούν) τον επόμενο μήνα.

ψωνίζω

phrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (seduce) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ψώνισα μια κοπέλα στο δρόμο.

απαντάω

phrasal verb, intransitive (informal (answer phone call)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I let the phone ring for ages but he didn't pick up.
Άφησα το τηλέφωνο να χτυπήσει για αρκετή ώρα αλλά δεν απάντησε.

κολλάω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (acquire: a habit, mannerism) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maria was worried that her son was picking up some bad habits from the other boys at school.
Η Μαρία ανησυχούσε ότι ο γιος της κόλλαγε κάποιες κακές συνήθειες από τα άλλα αγόρια στο σχολείο.

μαθαίνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (learn: a language, skill)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My brother is so good at languages, he picked up French in a week.
Ο αδερφός μου είναι τόσο καλός στις γλώσσες που έμαθε Γαλλικά σε μια εβδομάδα.

μαθαίνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (learn over time, bit by bit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Andy picked up his cookery skills while working in his father's restaurant.
Ο Άντυ απέκτησε τις μαγειρικές του ικανότητες ενώ δούλευε στο εστιατόριο του πατέρα του.

ανιχνεύω, εντοπίζω

phrasal verb, transitive, separable (detect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The security scanner picked up something strange.
Ο σαρωτής ασφαλείας εντόπισε κάτι περίεργο.

πιάνω

(informal (detect) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I made an error in my calculations, but nobody picked up on it.
Έκανα ένα λάθος στους υπολογισμούς μου, αλλά κανένας δεν το κατάλαβε.

πιάνομαι από κτ

(talk about: [sth] mentioned) (μεταφορικά)

Denise picked up on Laura's comment about working mothers.
Η Ντενίς πιάστηκε από το σχόλιο της Λάουρα για τις εργαζόμενες μητέρες.

διαλέγω προσεκτικά, επιλέγω προσεκτικά

intransitive verb (figurative (make a personal selection)

He cherry-picked the data to support his point of view.

διαλέγω προσωπικά, επιλέγω προσωπικά

transitive verb (select personally)

The manager handpicked Charlotte for the position because of her extensive experience.

έχω ράμματα για τη γούνα κπ

verbal expression (figurative, informal (want to reprimand) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have a bone to pick with you! Did you forget to feed the cat?

παγοκόφτης

noun (pointed tool for breaking ice)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εργαλείο για αφαίρεση ψίχας ξηρού καρπού

noun (tool for removing nutmeat from shell)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

είμαι επιλεκτικός

verbal expression (informal (be fussy)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Salad bars allow customers to pick and choose from a wide selection of vegetables.

διαλέγω, επιλέγω

verbal expression (take [sth] selectively, not in its entirety)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επικρίνω

verbal expression (find many faults with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαδάω

(remove meat from a bone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The hyenas picked the bones clean.
Οι ύαινες μάδησαν το κρέας από τα κόκαλα.

τρώω σταφύλι

transitive verb (pluck grapes from)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boy picked the grapes off the vine and ate them one by one.

βρίσκω ατέλειες

(figurative, informal (find fault)

βρίσκω ατέλειες σε κτ, βρίσκω λάθη σε κτ

verbal expression (figurative, informal (find fault)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεβάζω ρυθμούς

verbal expression (informal (move, work, etc., at a faster rate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαλέγω κπ/κτ αντί για κπ/κτ άλλο

(choose [sth/sb] over [sth/sb] else)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I still don't understand why she picked him over me.

αδειάζω τις τσέπες κάποιου

verbal expression (steal money from [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The thief picked the passengers' pockets.
Ο κλέφτης άδειασε τις τσέπες των επιβατών.

παραβιάζω την κλειδαριά

verbal expression (unlock [sth] without a key)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The thieves picked the lock on the door to get inside the house.

σηκώνω το τηλέφωνο

verbal expression (answer phone call)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fiona picked up the phone and began talking to someone on the other end.

μαζεύω τα κομμάτια μου

verbal expression (figurative (deal with aftermath) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After her husband's death, she had to pick up the pieces the best she could.

παίρνω τη σκυτάλη, παίρνω τα ηνία

verbal expression (figurative (take over) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mozart picked up the torch passed to him from Haydn, and elevated classical music to new heights.

δίνω τα φώτα μου

verbal expression (figurative (ask [sb] a question) (μεταφορικά: σε κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Can I pick your brain for a minute?
Θα μου δώσεις μια στιγμή τα φώτα σου;

σκαλίζω τη μύτη μου, ξύνω τη μύτη μου

verbal expression (put a finger in your nostril)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Little kids will pick their noses in public, because they have no shame.

ανοίγω προσεκτικά δρόμο

verbal expression (find a path through)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The survivors picked their way through the wreckage.

κάτι που με ανεβάσει

noun (informal ([sth] that makes you feel better) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When I need a little pick-me-up, I eat one of my favorite candy bars.

αγροτικό

noun (US (small open-backed truck) (καθομιλουμένη, μτφ)

The man gave us a ride in the back of his pickup.

ατάκα

noun (informal ([sth] said to seduce)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Do you come here often?, is not a very original pickup line, to say the least.

ημιφορτηγό

noun (small open-back truck)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My new pickup truck is painted bright yellow.

διαλέγω

expression (choose any one you like)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pick στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pick

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.