Τι σημαίνει το election στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης election στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του election στο Αγγλικά.

Η λέξη election στο Αγγλικά σημαίνει εκλογές, ψηφοφορία, επιλογή, εκλογή, εκλογές για συμπλήρωση θέσεων που άδειασαν ανάμεσα στις τακτικές εκλογές, προεκλογική εκστρατεία, ημέρα των εκλογών, εκλογικά αποτελέσματα, βουλευτικές εκλογές, προεδρικές εκλογές, προκριματικές εκλογές, επανεκλογή, κατεβαίνω υποψήφιος σε εκλογές, πρόωρες εκλογές, κερδίζω τις εκλογές. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης election

εκλογές

noun (public vote) (μόνο πληθυντικός)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The election will take place on June 10th.
Οι εκλογές θα πραγματοποιηθούν στις 10 Ιουνίου.

ψηφοφορία

noun (selection by vote)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Members of the board are chosen by election.
Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου επιλέγονται με ψηφοφορία.

επιλογή, εκλογή

noun (formal (choice, choosing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Your election of the executive suite comes with many privileges.
Η επιλογή της executive σουίτας συνοδεύεται από πολλά προνόμια.

εκλογές για συμπλήρωση θέσεων που άδειασαν ανάμεσα στις τακτικές εκλογές

noun (UK (special election)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προεκλογική εκστρατεία

noun (for a political candidate)

The election campaign run by the school board candidate was negative and sleazy.

ημέρα των εκλογών

noun (date when votes are cast)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On election day, polling stations are open from 7am until10pm.

εκλογικά αποτελέσματα

plural noun (tallies of votes)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Unofficial election returns are available after the polls close at 7:00 p.m. on election night.

βουλευτικές εκλογές

noun (national election)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The Government was forced to call a general election after losing its majority in the House of Commons. We expect the current government to be voted out at the next general election.
Η Κυβέρνηση αναγκάστηκε να ζητήσει βουλευτικές εκλογές αφού έχασε την πλειοψηφία στη Βουλή των Κοινοτήτων. Αναμένουμε η τωρινή κυβέρνηση να μην ψηφιστεί στις επόμενες βουλευτικές εκλογές.

προεδρικές εκλογές

noun (public voting for president)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Some people are still saying that the presidential election was rigged.

προκριματικές εκλογές

noun (US (politics)

επανεκλογή

noun (act of voting into office again)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατεβαίνω υποψήφιος σε εκλογές

verbal expression (try to get elected to a public position)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρόωρες εκλογές

noun (voting called suddenly)

κερδίζω τις εκλογές

verbal expression (be voted into power)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Labour party is expected to win the election.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του election στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του election

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.