Τι σημαίνει το electric στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης electric στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του electric στο Αγγλικά.

Η λέξη electric στο Αγγλικά σημαίνει ηλεκτρικός, ηλεκτρικός, ηλεκτρισμένος, φορτίο, που κινείται µε πετρέλαιο-ηλεκτρική ενέργεια, σιδηροδροµική µηχανή που κινείται µε πετρέλαιο-ηλεκτρική ενέργεια, ηλεκτρικό τόξο, ηλεκτρικό χτυπητήρι, ηλεκτρική κουβέρτα, ηλεκτρικό αυτοκίνητο, ηλεκτρική καρέκλα, ηλεκτρικό φορτίο, ηλεκτρικό κύκλωμα, ηλεκτρική κουζίνα, ηλεκτρικό ρεύμα, ηλεκτρική εκκένωση, ηλεκτρικό τρυπάνι, ηλεκτροφόρο χέλι, ηλεκτρικός ανεμιστήρας, ηλεκτρικό πεδίο, ηλεκτρική κιθάρα, ηλεκτρική θέρμανση, ηλεκτρική θερμάστρα, ηλεκτρική θέρμανση, βραστήρας, ηλεκτρικός λαμπτήρας, ηλεκτρικός φωτισμός, ηλεκτρικός λαμπτήρας, μετρητής ηλεκτρικής κατανάλωσης, ηλεκτροκινητήρας, ηλεκτρικό δυναμικό, ηλεκτρικό ρεύμα, ηλεκτρική μηχανή ξυρίσματος, ηλεκτρική ξυριστική μηχανή, ηλεκτροπληξία, ηλεκτρική κουζίνα, ηλεκτρικό τρένο, ηλεκτροκίνητο τρένο, ηλεκτρική γραφομηχανή, καλώδιο ρεύματος, καταιγίδα, βραστήρας, μη ηλεκτρικός, ηλεκτρικός πίνακας, φακός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης electric

ηλεκτρικός

adjective (relating to electricity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
An electric charge creates an electric field. Our electric bill seems to keep getting more expensive.

ηλεκτρικός

adjective (uses electricity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The car has electric wing mirrors.

ηλεκτρισμένος

adjective (figurative (alive, excited) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The atmosphere in the stadium was electric during the final minutes of the game.

φορτίο

noun (electrical force)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Instead of bullets, a taser shoots a 50,000-volt charge of electricity. When Steve touched the electrical outlet, the sudden charge made him jump.

που κινείται µε πετρέλαιο-ηλεκτρική ενέργεια

adjective (powered by diesel generator)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σιδηροδροµική µηχανή που κινείται µε πετρέλαιο-ηλεκτρική ενέργεια

noun (locomotive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ηλεκτρικό τόξο

noun (arc of electrical current)

ηλεκτρικό χτυπητήρι

noun (mains- or battery-operated whisk)

ηλεκτρική κουβέρτα

noun (electrically-heated bedcover)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
An electric blanket can warm you up on winter nights.

ηλεκτρικό αυτοκίνητο

noun (car powered by electricity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The auto industry needs to develop a cost-effective electric car.

ηλεκτρική καρέκλα

noun (execution apparatus)

The electric chair is arguably more humane than the guillotine.

ηλεκτρικό φορτίο

(physics)

ηλεκτρικό κύκλωμα

noun (path of a current)

ηλεκτρική κουζίνα

noun (kitchen appliance)

ηλεκτρικό ρεύμα

noun (flow of electricity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ηλεκτρική εκκένωση

noun (electricity emitted)

ηλεκτρικό τρυπάνι

noun (power tool)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ηλεκτροφόρο χέλι

noun (fish: gives off electricity)

ηλεκτρικός ανεμιστήρας

noun (device that moves air)

ηλεκτρικό πεδίο

noun (physics: charged area around [sth])

ηλεκτρική κιθάρα

noun (electrically-amplified guitar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ηλεκτρική θέρμανση

noun (heat generated by electricity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ηλεκτρική θερμάστρα

noun (heating device)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ηλεκτρική θέρμανση

noun (heating system)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βραστήρας

noun (container with spout for boiling water)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ηλεκτρικός λαμπτήρας

noun (incandescent lamp)

ηλεκτρικός φωτισμός

noun (light made by lamp)

ηλεκτρικός λαμπτήρας

noun (glass object producing light)

Anna changed the electric light bulb in the living room.

μετρητής ηλεκτρικής κατανάλωσης

noun (device that measures electricity use)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ηλεκτροκινητήρας

noun (engine, device running on electricity)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ηλεκτρικό δυναμικό

noun (electricity)

ηλεκτρικό ρεύμα

noun (electricity used as power)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ηλεκτρική μηχανή ξυρίσματος

noun (shaving device)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ηλεκτρική ξυριστική μηχανή

noun (razor powered by electricity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ηλεκτροπληξία

noun (electric current entering the body)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ηλεκτρική κουζίνα

noun (cooker that uses electricity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ηλεκτρικό τρένο, ηλεκτροκίνητο τρένο

noun (train powered by electricity)

ηλεκτρική γραφομηχανή

noun (typewriting machine powered by electricity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Electric typewriters have been almost entirely superseded by word processors and PCs.

καλώδιο ρεύματος

noun (cable carrying electric current)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καταιγίδα

noun (storm with thunder and lightning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lightning from the electrical storm knocked out the power for the entire town.

βραστήρας

noun (electric jug for boiling water) (ηλεκτρικός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Amanda switched on the kettle to make some tea.
Η Αμάντα άναψε τον βραστήρα για να φτιάξει λίγο τσάι.

μη ηλεκτρικός

adjective (not powered by electricity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ηλεκτρικός πίνακας

noun (panel of electrical switches)

φακός

noun (UK (flashlight: handheld lamp)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It would be dark by the time he got home, so Gavin took a torch with him.
Θα είχε σκοτεινιάσει μέχρι να γυρίσει σπίτι και έτσι ο Γκάβιν πήρε μαζί του έναν φακό.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του electric στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του electric

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.