Τι σημαίνει το empêcher στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης empêcher στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του empêcher στο Γαλλικά.
Η λέξη empêcher στο Γαλλικά σημαίνει αποτρέπω, αποκλείω, αποτρέπω, δρω ενάντια σε, καθιστώ κτ απαγορευτικό, αποτρέπω, ακαθόριστος, εντελώς ξύπνιος, στο σωστό δρόμο, ευυπόληπτα, δεν μπορώ να μην, δεν μπορώ παρά να, συγκρατώ τα γέλια μου, ανατρέπω, αποτελώ εμπόδιο για κπ, αποφεύγω να κάνω κτ, κρατάω κπ ξύπνιο, διατηρώ ζωντανό, εμποδίζω κτ να μπει, περιορίζω, δεν επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ, κλειδώνω κπ έξω από κτ, αποκλείω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αντιστέκομαι, δεν αφήνω κπ/κτ να κάνει κτ, κρατάω μακριά, κρατάω πίσω, δεν αφήνω κπ/κτ να μπει, δεν αφήνω κπ/κτ να περάσει, δεν αφήνω κπ/κτ να εισέλθει, κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου, εμποδίζω, παρακωλύω, δυσχεραίνω, επιβραδύνω, εμποδίζω, εμποδίζω, δεν επιτρέπω, εμποδίζω, αναπόφευκτος, σταματάω, σταματώ, παύω, ψηφίζω την απομάκρυνση κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης empêcher
αποτρέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La grande majorité des accidents domestiques peuvent facilement être empêchés. Η μεγάλη πλειοψηφία των οικιακών ατυχημάτων μπορεί εύκολα να αποτραπεί. |
αποκλείω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποτρέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δρω ενάντια σεverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le médicament contre les symptômes mais ne guérit pas la maladie. |
καθιστώ κτ απαγορευτικό(επίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les températures dans l'Arctique rendaient toute culture impossible. |
αποτρέπωlocution verbale (κπ από το να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le policier l'a empêchée d'entrer dans le bâtiment. Ο αστυνομικός την απέτρεψε από το να μπει στο κτίριο. |
ακαθόριστοςadjectif (sentiment, impression) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Perry ne pouvait pas s'empêcher de penser que son fils mentait. |
εντελώς ξύπνιος
Après mon café du matin, je suis généralement bien réveillé. Μετά τον πρωινό μου καφέ είμαι συνήθως εντελώς ξύπνιος. |
στο σωστό δρόμο(projet,...) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ευυπόληπτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Matt ne s'est jamais écarté du droit chemin dans sa vie. Il n'a même jamais eu le moindre PV de stationnement ! |
δεν μπορώ να μην, δεν μπορώ παρά ναlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je ne peux pas m'empêcher de constater qu'il y a une énorme tache de café sur le devant de ton chemisier blanc. Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω τον τεράστιο λεκέ από καφέ στο μπροστινό μέρος της άσπρης μπλούζας σου. |
συγκρατώ τα γέλια μουverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Durant cette piètre prestation, j'ai eu du mal à me retenir de rire. |
ανατρέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποτελώ εμπόδιο για κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποφεύγω να κάνω κτverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je ne peux pas m'empêcher de manger de la crème glacée. |
κρατάω κπ ξύπνιο(involontaire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Boire du café le soir m'empêche de dormir. Le film avec les monstres faisait tellement peur qu'il a empêché les enfants de dormir. |
διατηρώ ζωντανόlocution verbale (μεταφορικά) La presse locale fait de son mieux pour empêcher l'affaire de tomber dans l'oubli (or: pour que l'affaire ne tombe pas dans l'oubli). |
εμποδίζω κτ να μπει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ils ont accroché des rideaux foncés pour empêcher la lumière d'entrer. Κρέμασαν χοντρές σκούρες κουρτίνες για να εμποδίσουν το φως του ηλίου να μπει μέσα. |
περιορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le professeur a demandé aux garçons de faire moins de bruit. |
δεν επιτρέπω σε κπ να κάνει κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le contrat empêchait l'auteur d'engager un nouvel agent. Το συμβόλαιο δεν επέτρεπε στον συγγραφέα να προσλάβει νέο ατζέντη. |
κλειδώνω κπ έξω από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο Ντένις πάντα αργούσε να επιστρέψει στο σπίτι. Έτσι, η Σίλα τον κλείδωσε έξω, για να τον συμμορφώσει. |
αποκλείωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbe transitif (Sports) |
αντιστέκομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle n'a pas pu s'empêcher de faire une blague sur son pantalon mal coupé. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί και αστειεύτηκε για το κακής εφαρμογής παντελόνι του. |
δεν αφήνω κπ/κτ να κάνει κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les interruptions incessantes empêchaient Alvin de faire son travail. Οι συνεχείς διακοπές εμπόδιζαν τον Άλβιν να κάνει τη δουλειά του. |
κρατάω μακριά, κρατάω πίσωverbe transitif Une barrière autour de la piste empêche les spectateurs de s'approcher. |
δεν αφήνω κπ/κτ να μπει, δεν αφήνω κπ/κτ να περάσει, δεν αφήνω κπ/κτ να εισέλθει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ένα αδιάβροχο μπουφάν δεν θ' αφήσει τη βροχή να περάσει. |
κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορείς να κάνεις για να κρατήσεις μακριά τα κουνούπια. |
εμποδίζωlocution verbale (κάποιον από το να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le basketteur a empêché son adversaire de marquer. Ο μπασκετμπολίστας εμπόδισε τον αντίπαλό του να βάλει καλάθι. |
παρακωλύω, δυσχεραίνω, επιβραδύνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle veut devenir actrice mais une absence de talent l'en empêche. Θέλει να γίνει ηθοποιός, αλλά η έλλειψη ταλέντου την παρακωλύει (or: δυσχεραίνει). |
εμποδίζωlocution verbale (κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La peur ne devrait pas empêcher un officier de faire son devoir. |
εμποδίζωlocution verbale (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le portier nous a empêchés d'entrer. Ο θυρωρός μας εμπόδισε να μπούμε. |
δεν επιτρέπωlocution verbale (σε κπ να κάνω κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les parents de l'adolescente l'ont empêchée de sortir au pub. Οι γονείς της έφηβης της απαγόρεψαν να βγαίνει στην παμπ. |
εμποδίζωlocution verbale (κάτι από το να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Heureusement, elle a empêché la situation d'empirer. |
αναπόφευκτοςlocution verbale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je ne peux pas m'empêcher de me demander si elle sait vraiment ce qu'elle fait. Δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι αν ξέρει πραγματικά τι κάνει. |
σταματάω, σταματώ, παύωverbe pronominal (να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne peux pas m'empêcher de penser qu'elle avait raison depuis le début. |
ψηφίζω την απομάκρυνση κπlocution verbale (Politique) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του empêcher στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του empêcher
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.