Τι σημαίνει το élève στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης élève στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του élève στο Γαλλικά.

Η λέξη élève στο Γαλλικά σημαίνει μεγαλώνω, μεγαλώνω, εκτρέφω, ανεγείρω, υψώνω, ορθώνω, στήνω, ανατρέφω, αναθρέφω, διαπαιδαγωγώ, ανυψώνω, υψώνω, σηκώνω, εκτρέφω, ανεβάζω, έχω, ανατρέφω, μεγαλώνω, εκτρέφω, ανατρέφω, εκτρέφω, φροντίζω, δίνω αξία σε κπ, αναθρέφω, ανατρέφω, σηκώνω, ανεβάζω, μαθητής, μαθήτρια, μαθητής, μαθήτρια, μαθητής, μαθητής, μαθήτρια, μαθητής, μαθήτρια, φοιτήτρια, υψηλός, ακριβός, ψηλός, δυνατό, υψηλός, υψηλός, αυτός που βρίσκεται υπό τη φροντίδα κπ, ευγενικός, ευγενής, ανυψωμένος, υπερυψωμένος, σηκωμένος, ψηλός, υψηλός, μαθητευόμενος, ασκούμενος, σχολιαρόπαιδο, αυξάνομαι, γίνομαι τσιριχτός, γίνομαι ψιλός, ανεγείρομαι, υψώνομαι, σηκώνομαι πάνω από, υψώνομαι πάνω από, σηκώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι, ανεβαίνω, κινούμαι προς τα επάνω, ανέρχομαι, μετουσιώνω, ανεβαίνω, υψώνομαι, ορθώνομαι, φτάνω, οξύνω, ανατροφή των παιδιών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης élève

μεγαλώνω

verbe transitif (un enfant)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le couple adopta l'enfant et l'éleva.
Το ζευγάρι υιοθέτησε το παιδί και το μεγάλωσε.

μεγαλώνω

verbe transitif (des enfants)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons élevé les enfants dans le respect de leurs parents.

εκτρέφω

verbe transitif (des animaux)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le fermier qui vit ici élève des moutons.

ανεγείρω, υψώνω, ορθώνω, στήνω

verbe transitif (κατασκευή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les marines ont rapidement dressé un groupe de tentes.

ανατρέφω, αναθρέφω, διαπαιδαγωγώ

verbe transitif (des enfants)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les parents doivent bien élever leurs enfants pour qu'ils deviennent de bons citoyens.
Οι γονείς πρέπει να διαπαιδαγωγούν τα παιδιά τους για να τα βοηθήσουν να γίνουν καλοί άνθρωποι.

ανυψώνω, υψώνω, σηκώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La plate-forme amovible a élevé la chanteuse pendant son concert.

εκτρέφω

(des animaux)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le fermier élève des moutons et des vaches.
Ο αγρότης εκτρέφει πρόβατα και αγελάδες.

ανεβάζω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
De nombreuses personnes élèvent leur style de vie de consommateur même si cela n'est pas bon pour leurs finances personnelles.

έχω

verbe transitif (des animaux) (ζώα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle élève des abeilles depuis plus de quarante ans.
Εκτρέφει μέλισσες πάνω από σαράντα χρόνια.

ανατρέφω

verbe transitif (des enfants)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chris et Margaret ont élevé leurs enfants dans le respect des autres.
Ο Κρις και η Μάργκαρετ ανέθρεψαν (or: μεγάλωσαν) τα παιδιά τους διδάσκοντάς τους να σέβονται τους άλλους.

μεγαλώνω

verbe transitif (des enfants)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Depuis que la mère de Tom est partie, Henry fait de son mieux pour élever Tom seul.
Από τότε που η μητέρα του Τομ έφυγε, ο Χένρυ κάνει ό,τι μπορεί ώστε να μεγαλώσει τον Τομ μόνος του.

εκτρέφω

verbe transitif (des animaux)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jack élève du bétail dans sa ferme.
Ο Τζακ εκτρέφει βοοειδή στο αγρόκτημά του.

ανατρέφω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκτρέφω

verbe transitif (des animaux)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joe élève des moutons.

φροντίζω

(des animaux)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ένας καλός κηπουρός φροντίζει και ενδιαφέρεται για τα φυτά του.

δίνω αξία σε κπ

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'en ai marre que les gens magnifient les stars de télé-réalité de mauvais goût.

αναθρέφω, ανατρέφω

verbe transitif (des enfants)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les parents de Nelly l'ont élevée de sorte à en faire une vraie dame.
Οι γονείς της Νέλι την ανέθρεψαν να γίνει μια σωστή κυρία.

σηκώνω

(le bras)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβάζω

(έμφαση στο ανέβασμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le mécanicien a hissé le nouveau moteur dans la vieille voiture avec une grue.
Ο μηχανικός έβαλε την καινούργια μηχανή μέσα στο παλιό αυτοκίνητο με τον γερανό.

μαθητής, μαθήτρια

nom masculin et féminin

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
C'est un élève du lycée.
Είναι μαθήτρια στο τοπικό λύκειο.

μαθητής, μαθήτρια

nom masculin et féminin

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Η Φιλίππα είναι δασκάλα και στην τάξη της έχει τριάντα μαθητές.

μαθητής

nom masculin et féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαθητής, μαθήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

μαθητής, μαθήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Les élèves bénéficient de ressources pédagogiques adaptées à leur niveau.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι σπουδαστές πρέπει να εκμεταλλευτούν το εποπτικό υλικό που απευθύνεται στο επίπεδό τους.

φοιτήτρια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υψηλός

adjectif (nombre) (πιο επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y a un nombre très élevé de rats dans cette ville.

ακριβός

adjectif (prix)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu ne penses pas que le prix soit trop élevé ?

ψηλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce mur est haut.
Είναι ένας υψηλός τοίχος.

δυνατό

adjectif (réglage)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Mets le chauffage sur "fort" pour que nous puissions nous réchauffer plus vite.
Βάλε τη θέρμανση στο high για να ζεσταθούμε πιο γρήγορα.

υψηλός

(fièvre) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle avait une très forte fièvre.

υψηλός

(επίπεδο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Son haut niveau d'espagnol lui permettait de communiquer facilement.

αυτός που βρίσκεται υπό τη φροντίδα κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ευγενικός, ευγενής

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les propos élevés (or: nobles) du politicien se sont avérés vides de sens.
Οι μεγαλόπνοες δηλώσεις του πολιτικού αποδείχθηκαν κενές.

ανυψωμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La chanteuse a fait sa performance sur une plate-forme élevée.

υπερυψωμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Depuis ce point élevé, vous pouvez voir de nombreux bâtiments célèbres de la ville.

σηκωμένος

adjectif (poutre,...)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ψηλός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le haut bâtiment dominait la ville.

υψηλός

adjectif (niveau) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kevin joue maintenant aux échecs à haut niveau (or: Le niveau de Kevin aux échecs est élevé).

μαθητευόμενος, ασκούμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Mon plombier a pris un apprenti pour lui apprendre le métier.
Ο υδραυλικός μου πήρε έναν μαθητευόμενο για να μάθει την τέχνη.

σχολιαρόπαιδο

(école primaire) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αυξάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'air chaud monte.
Η ζέστη αυξάνεται.

γίνομαι τσιριχτός, γίνομαι ψιλός

verbe pronominal (voix) (πιο λεπτή φωνή)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Sa voix s'éleva quand elle entendit la nouvelle.

ανεγείρομαι

verbe pronominal (construction)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Au cours des années 50, les immeubles se sont dressés (or: se sont élevés) dans toute la ville.

υψώνομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les buildings de New York semblent se dresser (or: semblent s'élever) dans les nuages.

σηκώνομαι πάνω από, υψώνομαι πάνω από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σηκώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle a toujours très peur de monter sur une échelle.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το μπαλόνι σηκώθηκε στον αέρα.

ανεβαίνω, κινούμαι προς τα επάνω, ανέρχομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Des falaises de granit s'élèvent de part et d'autre de la vallée.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο πρωινός ήλιος πείθει γλυκά τα λουλούδια να κινηθούν προς τα επάνω και να τον χαιρετίσουν.

μετουσιώνω

(ψυχολογία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο καπνός από την καμινάδα ανέβηκε στον ουρανό.

υψώνομαι, ορθώνομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les montagnes s'élevaient devant eux.

φτάνω

(un montant)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La collecte des œuvres caritatives a atteint trente mille dollars cette année.

οξύνω

(Musique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je crois que le morceau serait meilleur si tu diésais cette note.

ανατροφή των παιδιών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'éducation des enfants ne finit pas quand ils deviennent adultes, elle prend simplement une autre forme.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του élève στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του élève

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.