Τι σημαίνει το laisser στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης laisser στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του laisser στο Γαλλικά.

Η λέξη laisser στο Γαλλικά σημαίνει αφήνω, αφήνω, αφήνω, δίνω, αφήνω, αφήνω, αφήνω κτ στην ησυχία του, ξεχνάω, ξεχνώ, αφήνω κτ για κπ, αφήνω κτ σε κπ, αφήνω κτ σε κπ, μένω με κτ, αφήνω κτ σε κπ, προσέγγιση laissez-faire, στάση laissez-faire, πολιτική laissez-faire, μου ξεφεύγει, υποχωρώ, εγκαταλείπω, παρατάω, ξεπερνώ, εγκαταλείπω, αφήνω κπ να ολοκληρώσει, μεταβιβάζω, κληροδοτώ, απογοητεύω, αποκλείω, κληροδοτώ, εγκαταλείπω, παραδίνομαι, παρατάω, παρατώ, αφήνω ουλή σε κπ/κτ, αφήνω σημάδι σε κπ/κτ, εγκαταλείπω, αφήνω, κωλυσιεργία, κάνω πίσω, αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ, χωρίς να αφήσω ίχνη πίσω μου, ψύχραιμα, ψηλά το κεφάλι, αποπληρωμή, εξόφληση, κακογουστιά, αφήνω κπ/κτ στην ησυχία του, αφήνω κπ/κτ ήσυχο, κάνω εντύπωση, τραβάω την προσοχή, αφήνω ανοιχτή την πόρτα, κρατάω σε αγωνία, έχω πολλές ελλείψεις, αφήνω το σημάδι μου σε κπ/κτ, δίνω χώρο σε κπ/κτ, κοιτάω τη δουλειά μου και δεν ασχολούμαι με τους άλλους, ανοίγω δρόμο για κπ/κτ, αφήνω το σημάδι μου σε κτ, αφήνω την υπογραφή μου σε κτ, δεν τα παρατάω, δεν εγκαταλείπω, παίρνω την κάτω βόλτα, το σκέφτομαι, αφήνω κπ να τη γλιτώσει, καταστρέφομαι οικονομικά, υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, έχω συνέπειες, έχω επιπτώσεις, εγκαταλείπω στη μοίρα του, αφήνω στην τύχη του, αφήνω κτ όπως είναι, αφήνω κπ στην ησυχία του, αφήνω κτ να περάσει, παρατάω, παρατώ, δίνω ελαφρυντικά σε κπ, ελέγχω, εντυπωσιάζω, άστο να πάει στα κομμάτια, αφήνω φιλοδώρημα, εκπλήσσω, αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, σωριάζομαι, πέφτω, υποχωρώ, μένω άπρακτος, χαλαρώνω, τεμπελιάζω, κωλοβαράω, εγκαταλείπω, αφήνω, αφήνω, παραξενεύω, μπερδεύω, αφήνω, πετώ, προμηνύω, προοιωνίζομαι, επιτρέπω υπερβόσκηση, μουσκεύω, μουλιάζω, βρέχω, σταγγαλίζω, αφήνω ήσυχο, αφήνω στην άκρη, στραγγίζω, αφήνω κπ να μπει, αφήνω κπ να περάσει, πετάω, αφήνω κτ άγαρμπα, ρίχνω κτ άγαρμπα, αφήνω κπ/κτ να περάσει, αφήνω κπ να μπει σε κτ, κακομαθαίνω τον εαυτό μου, απορροφώμαι σιγά σιγά, αρνούμαι, χάνω, κλείνω κπ/κτ έξω, τα παρατάω, εγκαταλείπω, παραμένω αμέτοχος, ξεφουρνίζω, συμπυκνώνω, μακραίνω, αφήνω κπ να βγει έξω, πίνω γρήγορα, κάνω κπ πέρα, παρατάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης laisser

αφήνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai beaucoup apprécié mon repas mais j'ai laissé quelques patates parce que je n'avais plus faim.
Μου άρεσε το φαγητό, αλλά άφησα μερικές πατάτες γιατί είχα φουσκώσει.

αφήνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai laissé les clés sur la table de la cuisine au cas où tu voudrais sortir.
Άφησα τα κλειδιά στο τραπέζι της κουζίνας, σε περίπτωση που θελήσεις να βγεις.

αφήνω, δίνω

verbe transitif (un message,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il laissa son numéro de téléphone sur son répondeur.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έδωσε (or: Άφησε) τα στοιχεία του, για να τον πάρουν μόλις έχουν πληροφορίες.

αφήνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il laissa (or: abandonna) sa femme à la maison et sortit avec ses amis vendredi soir.
Παράτησε τη γυναίκα του σπίτι και βγήκε με τους φίλους του την Παρασκευή το βράδυ.

αφήνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oh non, j'ai laissé le cadeau à la maison.
Αχ όχι, ξέχασα το δώρο στο σπίτι.

αφήνω κτ στην ησυχία του

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεχνάω, ξεχνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce n'est qu'en arrivant à l'aéroport que je me suis aperçu que j'avais oublié mon passeport.
Δεν είχα καταλάβει ότι είχα ξεχάσει το διαβατήριό μου μέχρι που έφτασα στο αεροδρόμιο.

αφήνω κτ για κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il n'a laissé qu'un morceau de pizza pour les autres.
Άφησε μόνο ένα κομμάτι πίτσα για τους άλλους.

αφήνω κτ σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Laissez-moi votre numéro au cas où j'aurais besoin de vous joindre.
Άφησέ μου το τηλέφωνό σου, σε περίπτωση που χρειαστεί να επικοινωνήσουμε.

αφήνω κτ σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Puis-je vous laisser (or: vous confier) les clés au cas où il arriverait quelque chose ?
Μπορώ να σου αφήσω τα κλειδιά μου, σε περίπτωση που συμβεί κάτι;

μένω με κτ

(restant) (εγώ ο ίδιος)

Le manteau a coûté trente-cinq dollars et les chaussures vingt, ce qui ne nous laisse que cinq dollars.
Το παλτό έκανε τριάντα πέντε δολάρια και τα παπούτσια είκοσι κι έτσι μας απέμειναν μόνο πέντε δολάρια.

αφήνω κτ σε κπ

(un héritage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dans son testament, son père lui a laissé (or: légué) la vieille horloge.
Στη διαθήκη του ο πατέρας της της άφησε το ρολόι αντίκα.

προσέγγιση laissez-faire, στάση laissez-faire, πολιτική laissez-faire

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μου ξεφεύγει

(κατά λάθος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les troupes affaiblies ont fini par capituler face à l'ennemi.

εγκαταλείπω, παρατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εγκαταλείπω

(l'école)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a arrêté l'école avant d'obtenir son diplôme.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Παράτησε τις σπουδές του πριν πάρει πτυχίο.Πολλοί διαγωνιζόμενοι εγκατέλειψαν το τουρνουά λόγω τραυματισμών.

αφήνω κπ να ολοκληρώσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je doute qu'il me convainque, mais je suis prêt à l'écouter.
Δεν πιστεύω τη δικαιολογία του αλλά θα τον ακούσω.

μεταβιβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avant de mourir, je te transmettrai tous mes biens, mon fils.
Γιε μου, πριν πεθάνω, θα σου μεταβιβάσω ολόκληρη την περιουσία μου.

κληροδοτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La maison, avec tout ce qu'elle contenait, lui a été transmise.
Το σπίτι και όλα τα υπάρχοντα κληροδοτήθηκαν σ' εκείνη.

απογοητεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu ferais mieux d'avoir de bonnes notes à l'école : ne me déçois pas !
Καλά θα κάνεις να πάρεις σε όλα Ά στο σχολείο. Μη με απογοητεύσεις!

αποκλείω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Στο πάρτι προσκαλέστηκαν όλα τα παιδιά, αλλά εμένα με άφησαν στην απέξω.

κληροδοτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ma mère m'a donné un dessus-de-lit qui a été transmis de génération en génération.

εγκαταλείπω, παραδίνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'abandonne, tu es bien meilleur que moi à ce jeu.
Εγκαταλείπω (or: παραδίνομαι). Είσαι πολύ καλύτερος από μένα σ' αυτό το παιχνίδι.

παρατάω, παρατώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le projet s'est avéré trop coûteux et Karen l'a abandonné.
Το πρότζεκτ αποδείχτηκε υπερβολικά ακριβό, έτσι η Κάρεν το παράτησε (or: άφησε).

αφήνω ουλή σε κπ/κτ, αφήνω σημάδι σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La balle a marqué la jambe de Laura.
Η σφαίρα άφησε σημάδι στο πόδι της Λόρα.

εγκαταλείπω, αφήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je n'abandonnerai pas ce projet : j'ai bien l'intention d'en voir le bout.
Δε θα εγκαταλείψω αυτό το πρότζεκτ. Σχεδιάζω να το συνεχίσω μέχρι να τελειώσει.

κωλυσιεργία

nom masculin (πολιτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le gouvernement de Gladstone a prôné une politique de laisser-faire.

κάνω πίσω

(καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le père finit par céder et acheta de nouveaux jouets aux enfants.

αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρίς να αφήσω ίχνη πίσω μου

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle a disparu sans laisser de traces.

ψύχραιμα

(dire)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ψηλά το κεφάλι

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποπληρωμή, εξόφληση

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu m'as laissé exsangue, maintenant fiche-moi la paix.

κακογουστιά

(personne)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αφήνω κπ/κτ στην ησυχία του, αφήνω κπ/κτ ήσυχο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Laisse-le tranquille !
Μην τον ενοχλείς.

κάνω εντύπωση, τραβάω την προσοχή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω ανοιχτή την πόρτα

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le Premier ministre a dit qu'il laisserait la porte ouverte à de futures négociations.

κρατάω σε αγωνία

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le roman est un policier qui va vous laisser dans le doute jusqu'à la fin.

έχω πολλές ελλείψεις

locution verbale (κάτι λείπει)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ton comportement à table laisse beaucoup à désirer !

αφήνω το σημάδι μου σε κπ/κτ

(figuré) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les parents laissent leur empreinte sur leurs enfants.

δίνω χώρο σε κπ/κτ

(figuré) (μεταφορικά: να κάνει κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En ne coupant pas complètement les ponts avec les les anciens alliés du pays, le Premier ministre laisse la porte ouverte à la reprise de négociations.

κοιτάω τη δουλειά μου και δεν ασχολούμαι με τους άλλους

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανοίγω δρόμο για κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω το σημάδι μου σε κτ, αφήνω την υπογραφή μου σε κτ

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Peter Jackson a laissé sa trace dans le monde cinématographique.

δεν τα παρατάω, δεν εγκαταλείπω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
John s'est fatigué au milieu de la course mais il n'a pas abandonné.

παίρνω την κάτω βόλτα

verbe pronominal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dans le temps, je faisais de l'exercice, mais je me suis laissé aller depuis la naissance de ma fille.

το σκέφτομαι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Donnez-moi votre réponse demain : la nuit porte conseil.

αφήνω κπ να τη γλιτώσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je suis surpris qu'ils t'aient laissé tranquille aussi facilement après tous les ennuis que tu as causés.

καταστρέφομαι οικονομικά

(être ruiné)

υπερασπίζομαι τον εαυτό μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Suzie doit apprendre à se défendre.

έχω συνέπειες, έχω επιπτώσεις

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Le stress a vraiment laissé des traces sur la santé de David ces derniers temps.

εγκαταλείπω στη μοίρα του, αφήνω στην τύχη του

(κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφήνω κτ όπως είναι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tes cheveux sont très bien comme ça ; laisse-les tranquilles !

αφήνω κπ στην ησυχία του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω κτ να περάσει

(figuré : ne pas réagir) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρατάω, παρατώ

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δίνω ελαφρυντικά σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je vais devoir être indulgent envers ma nouvelle employée : elle a encore tout à apprendre.

ελέγχω

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εντυπωσιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

άστο να πάει στα κομμάτια

(un peu familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφήνω φιλοδώρημα

locution verbale

εκπλήσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο

verbe pronominal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σωριάζομαι, πέφτω

(cheveux)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο Νταν σωριάστηκε στην καρέκλα.

υποχωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μένω άπρακτος

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαλαρώνω, τεμπελιάζω, κωλοβαράω

verbe pronominal (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Depuis que sa femme est tombée malade, il s'est relâché (or: laissé aller) dans son travail.
Από τότε που αρρώστησε η γυναίκα του, τεμπελιάζει στη δουλειά.

εγκαταλείπω, αφήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ne doute pas de moi ! J'ai juste besoin d'un peu plus d'encouragement.
Μη με εγκαταλείπεις! Απλά χρειάζομαι λίγη παραπάνω ενθάρρυνση.

αφήνω

verbe transitif (κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ma femme m'a laissé sortir avec mes amis hier soir.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν επέτρεψε στα παιδιά της να δουν την ταινία επειδή περιέχει πολλές σκηνές βίας.

παραξενεύω, μπερδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je pensais qu'Evan voulait vraiment suivre ce cours, savoir le contraire me déroute.
Νόμιζα πως ο Έβαν ήθελε πραγματικά να πάρει το μάθημα. Μου φαίνεται παράξενο που δεν το έκανε.

αφήνω

(ακολουθεί επίθετο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le choc l'a rendu muet.
Το σοκ τον άφησε άφωνο.

πετώ

(des paroles)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
« Ce n'était pas moi ! », a laissé échapper Jack, sur la défensive.

προμηνύω, προοιωνίζομαι

verbe transitif (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιτρέπω υπερβόσκηση

(rare)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μουσκεύω, μουλιάζω, βρέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σταγγαλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφήνω ήσυχο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je veux juste qu'on me laisse tranquille pour travailler sur mon roman.

αφήνω στην άκρη

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mets ton travail de côté, c'est l'heure de déjeuner.
Άφησε στην άκρη ο,τι κάνεις· είναι ώρα να φάμε μεσημεριανό.

στραγγίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφήνω κπ να μπει, αφήνω κπ να περάσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il y a quelqu'un à la porte qui te réclame, je le fais entrer ?
Είναι κάποιος στην πόρτα και σε ζητάει. Να τον αφήσω να μπει μέσα;

πετάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφήνω κτ άγαρμπα, ρίχνω κτ άγαρμπα

verbe transitif

αφήνω κπ/κτ να περάσει

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω κπ να μπει σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κακομαθαίνω τον εαυτό μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Barbara a décidé de se faire plaisir en s'offrant un soin en institut.

απορροφώμαι σιγά σιγά

verbe pronominal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Αφού απέτυχα να περάσω τις εξετάσεις στην ιατρική, με απορρόφησε σιγά σιγά η διδασκαλία.

αρνούμαι, χάνω

(une chance, occasion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Val ne pouvait tout simplement pas laisser passer l'opportunité de passer l'été dans le sud de la France.
Η Βαλ απλά δεν μπορούσε να χάσει την ευκαιρία να περάσει το καλοκαίρι στη Νότια Γαλλία.

κλείνω κπ/κτ έξω

Η Νάνση πάντα κλείνει την γάτα έξω τη νύχτα.

τα παρατάω, εγκαταλείπω

verbe transitif (familier) (ΗΒ, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ali a l'intention de laisser tomber son boulot dès qu'il aura obtenu sa maîtrise de lettres.

παραμένω αμέτοχος

verbe transitif (figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il a laissé passer cette partie, mais jouera dans la prochaine.

ξεφουρνίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Au grand dam de sa mère, il a laissé échapper tous les détails de sa maladie.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Προς μεγάλη μου έκπληξη μου ξεφούρνισε το μυστικό για την παράνομη σχέση που διατηρούσε.

συμπυκνώνω

verbe transitif (Cuisine) (υγρό, βράσιμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le cuisinier a fait réduire la sauce pour l'épaissir.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο μάγειρας συμπύκνωσε τα ζουμιά κι έκανε μια πλούσια σάλτσα.

μακραίνω

locution verbale (ses cheveux) (μαλλιά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'année dernière, je m'étais coupé les cheveux très court, mais maintenant, je les laisse pousser.
Πέρσι έκοψα τα μαλλιά μου πολύ κοντά αλλά τώρα τα αφήνω να μακρύνουν.

αφήνω κπ να βγει έξω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Laisse sortir le chat avant d'aller te coucher.
Πριν κλειδώσεις για βράδυ, μην ξεχάσεις να αφήσεις τη γάτα να βγει έξω!

πίνω γρήγορα

Je sais que ce médicament n'est pas bon, mais bois-le et tu auras un bonbon.

κάνω κπ πέρα

verbe transitif (καθομιλουμένη, μτφ)

Il l'a honteusement laissé tomber sur le champ de bataille.

παρατάω

verbe transitif (un peu familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του laisser στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του laisser

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.