Τι σημαίνει το énergie στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης énergie στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του énergie στο Γαλλικά.

Η λέξη énergie στο Γαλλικά σημαίνει ενέργεια, δύναμη, ενεργητικότητα, δυναμισμός, ενέργεια, επίπεδα ενέργειας, ενέργεια, ζωντάνια, ενέργεια, ενέργεια, ενεργητικότητα, ζωντάνια, ενέργεια, σθένος, σφρίγος, σθεναρότητα, δυναμικότητα, πάθος, αποφασιστικότητα, ζωή, δύναμη, θέρμη, ζέση, σπιρτάδα, ενεργητικά, αδυναμία, ατονία, ζωηρός, γεμάτος ενέργεια, ηλιακός, αιολική ενέργεια, υδραυλική ενέργεια, ατομική ενέργεια, ατομική ενέργεια, πολυάσχολος, αρχή διατήρησης της ενέργειας, επίπεδο ενέργειας, μετρητής, δείκτης ενέργειας, ενέργεια, υδραυλική ενέργεια, υδροηλεκτρική ενέργεια, πυρηνική ενέργεια, πυρηνική ενέργεια, κατανάλωση ενέργειας, πηγή ενέργειας, ηλιακή ενέργεια, θέρμανση με ηλιακή ενέργεια, ηλιακή ενέργεια, αιολική ενέργεια, ανανεώσιμη ενέργεια, αιολική ενέργεια, εναλλακτική πηγή ενέργειας, Ημέρα της Γης, καθαρή ενέργεια, ενέργεια πλέγματος, πράσινη ενέργεια, υδροηλεκτρική ενέργεια, Υπουργείο Ενέργειας, θερμική ενέργεια, πηγή ενέργειας, έχω ενέργεια, ζωτικότητα, ξεθεώνομαι, ξεπατώνομαι, εναλλακτική ενέργεια, δυναμικός, δραστήριος, εναλλακτική πηγή ενέργειας, ζωντανός, ζωηρός, κινητική ενέργεια, δυναμική ενέργεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης énergie

ενέργεια

nom féminin (physique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La machine convertissait la vapeur en énergie.
Το μηχάνημα μετέτρεπε τον ατμό σε χρησιμοποιήσιμη ενέργεια.

δύναμη, ενεργητικότητα

(personne)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il devait mobiliser toute son énergie pour gravir la colline.
Χρειάστηκε όλες του τις δυνάμεις για να ποδηλατήσει στον ανήφορο.

δυναμισμός

nom féminin (exprimé avec force)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sa colère se devinait dans l'énergie de sa démarche.
Ο θυμός του φάνηκε από τον δυναμισμό με τον οποίο βημάτιζε απομακρυνόμενος.

ενέργεια

(détermination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il lui fallut tout son courage pour se lever par ce froid.
Έβαζε όλες του τις δυνάμεις για να σηκωθεί από το κρεβάτι εκείνα τα κρύα πρωινά.

επίπεδα ενέργειας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ενέργεια

nom féminin (figuré : vie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les années passées à lutter l'ont vidé de toute énergie.
Ο πολύχρονος αγώνας του απομύζησε την ενέργειά του.

ζωντάνια

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle a beaucoup d'énergie.

ενέργεια

nom féminin (Mécanique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le moteur à combustion interne crée de l'énergie pour les voitures.

ενέργεια, ενεργητικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je ne sais pas ce qui m'arrive dernièrement ; je semble avoir perdu mon énergie (or: entrain).

ζωντάνια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενέργεια

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cette pile a encore de la charge.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα χρησιμοποιήσουμε την μπαταρία για πηγή ενέργειας.

σθένος, σφρίγος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
John a beau approcher des 80 ans, il est toujours plein de vigueur.

σθεναρότητα, δυναμικότητα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πάθος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ο Στιβ έχει πραγματικά όρεξη για ζωή.

αποφασιστικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quand tu as appris tout ce que la femme d'affaires avait dû surmonter pour réussir, tu as été obligé d'admirer sa détermination (or: son énergie).
Όταν μάθαινες τι εμπόδια χρειάστηκε να ξεπεράσει η επιχειρηματίας για να πετύχει δεν μπορούσες παρά να θαυμάσεις την αποφασιστικότητά της.

ζωή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les enfants sont tellement pleins de vie (or: d'énergie).
Τα παιδιά είναι πάντα γεμάτα ζωή.

δύναμη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu ne nages pas assez vite pour battre le record : mets-y plus d'énergie !

θέρμη, ζέση

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Karen niait avoir volé l'argent avec force.

σπιρτάδα

(familier)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενεργητικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αδυναμία, ατονία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ζωηρός

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γεμάτος ενέργεια

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ηλιακός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αιολική ενέργεια

nom féminin

υδραυλική ενέργεια

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ατομική ενέργεια

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ατομική ενέργεια

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολυάσχολος

locution verbale

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχή διατήρησης της ενέργειας

nom féminin (φυσική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Σύμφωνα με την αρχή διατήρησης της ενέργειας, η ενέργεια δεν εξαφανίζεται˙ απλώς, μετατρέπεται σε κάποια άλλη μορφή.

επίπεδο ενέργειας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μετρητής, δείκτης ενέργειας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ενέργεια

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υδραυλική ενέργεια

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υδροηλεκτρική ενέργεια

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πυρηνική ενέργεια

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πυρηνική ενέργεια

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'énergie nucléaire (or: l'énergie atomique) est une autre source d'énergie alternative à prendre en considération.

κατανάλωση ενέργειας

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La consommation d'énergie dans les grandes villes est généralement beaucoup plus élevée que dans les petites villes. // À présent, j'essaie de limiter ma consommation d'énergie en éteignant les lumières dont je n'ai pas besoin.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η κατανάλωση ενέργειας στις μεγάλες πόλεις είναι γενικά πολλή μεγαλύτερη απ' ότι στις μικρότερες πόλεις..

πηγή ενέργειας

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Étant donné que les réserves de pétrole sont limitées, nous devons trouver d'autres sources d'énergie.

ηλιακή ενέργεια

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'énergie solaire est un moyen de se chauffer assez économique.

θέρμανση με ηλιακή ενέργεια

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ηλιακή ενέργεια

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αιολική ενέργεια

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'énergie éolienne est une alternative viable à l'énergie des carburants fossiles.

ανανεώσιμη ενέργεια

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le vent, les vagues et le soleil sont des sources d'énergies renouvelables.

αιολική ενέργεια

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εναλλακτική πηγή ενέργειας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ημέρα της Γης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καθαρή ενέργεια

nom féminin (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ενέργεια πλέγματος

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πράσινη ενέργεια

nom féminin (μεταφορικά)

υδροηλεκτρική ενέργεια

nom féminin

Υπουργείο Ενέργειας

nom masculin (των ΗΠΑ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θερμική ενέργεια

nom féminin

πηγή ενέργειας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έχω ενέργεια, ζωτικότητα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεθεώνομαι, ξεπατώνομαι

(familier) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je me suis complètement crevé avec toutes ces courses !
Ξεθεώθηκα (or: Ξεπατώθηκα) ψωνίζοντας όλη μέρα.

εναλλακτική ενέργεια

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δυναμικός, δραστήριος

nom féminin (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ma tante est toujours active : c'est une vraie boule d'énergie (or: c'est un vrai concentré d'énergie).

εναλλακτική πηγή ενέργειας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ζωντανός, ζωηρός

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Robin est une personne dynamique qui met toujours de la vie dans les soirées.
Η Ρόμπιν είναι μια δυναμική παρουσία και πάντα δίνει ζωή στα πάρτι.

κινητική ενέργεια

nom féminin

δυναμική ενέργεια

nom féminin (Physique)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του énergie στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του énergie

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.