Τι σημαίνει το nourrir στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nourrir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nourrir στο Γαλλικά.

Η λέξη nourrir στο Γαλλικά σημαίνει θρέφω, τρέφω, ταΐζω, τέρπω, θρέφω, τρέφω, θρέφω, τρέφω, συντηρώ, τρέφω, θρέφω, τρέφω, καλλιεργώ, παρέχω ενέργεια σε κτ, τροφοδοτώ κτ με ενέργεια, τάισμα, τάισμα, σκέφτομαι, φροντίζω, συντηρώ, τροφοδοτώ, τρέφομαι με, ταΐζω, ταΐζω, τρέφομαι, τροφή, στόμα να ταΐσω, εξαρτώμενος, προστατευόμενος, στόματα να θρέψω, ταΐζω κπ με το κουτάλι, ταΐζω κπ με μπιμπερό, ταΐζω με το χέρι, τρέφομαι, ευημερώ χάρη σε κάποιον άλλο, ταΐζω, εξοικειώνω κπ με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nourrir

θρέφω, τρέφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Du riz ne suffira pas à nourrir ces enfants.
Το ρύζι από μόνο του δε θα συντηρήσει αυτά τα παιδιά.

ταΐζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen nourrit le chien le matin.
Η Έλεν ταΐζει τον σκύλο κάθε πρωί.

τέρπω

verbe transitif (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'art nourrit l'esprit.

θρέφω

(espoir, passion, colère) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les idées contenues dans ses livres nourrissent (or: alimentent) l'esprit des jeunes élèves.
Οι ιδέες σε αυτό το βιβλίο καλλιεργούν το μυαλό των νεαρών σπουδαστών.

τρέφω, θρέφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette ferme alimente (or: nourrit) tout le village.
Αυτή η φάρμα τρέφει ολόκληρο το χωριό.

τρέφω

(des espoirs, des pensées,...) (συναίσθημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Νομίζω πως τρέφεις ένα κρυφό πάθος για την ξαδέλφη μου.

συντηρώ

(οικονομικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il travaille de longues heures pour nourrir sa femme et ses cinq enfants.
Εργάζεται πολλές ώρες για να συντηρεί τον εαυτό της και τα πέντε παιδιά της.

τρέφω

verbe transitif (un sentiment) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il nourrissait (or: entretenait) l'espoir de retourner dans son pays natal.
Έτρεφε ελπίδες ότι θα επέστρεφε στην πατρίδα του.

θρέφω, τρέφω, καλλιεργώ

verbe transitif (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Plus tu nourris une sensation de calme, plus tu seras heureux.
Όσο περισσότερο καλλιεργείς το συναίσθημα της ηρεμίας, τόσο πιο χαρούμενος θα είσαι.

παρέχω ενέργεια σε κτ, τροφοδοτώ κτ με ενέργεια

verbe transitif (figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La lumière du soleil nourrit toute forme de vie terrestre.

τάισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στην αρχή τα μωρά χρειάζονται τάισμα κάθε λίγες ώρες.

τάισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Donner leur repas aux bêtes prend du temps, alors le fermier se lève tôt.
Το τάισμα παίρνει πολλή ώρα και έτσι ο αγρότης ξυπνά νωρίς.

σκέφτομαι

(la possibilité,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Δεν ξέρω πως γίνεται να σου περνάει έστω η ιδέα απ' το μυαλό ν' αφήσεις τη δουλειά σου.Με τι θα ζήσεις;

φροντίζω

(des animaux)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ένας καλός κηπουρός φροντίζει και ενδιαφέρεται για τα φυτά του.

συντηρώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le potager produisait assez de nourriture pour alimenter (or: nourrir) toute la famille.
Ο λαχανόκηπος παρείχε αρκετό φαγητό για να συντηρήσει ολόκληρη την οικογένεια.

τροφοδοτώ

verbe transitif (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les problèmes financiers alimentaient les tensions entre Mary et Kyle.
Τα οικονομικά προβλήματα πυροδότησαν τον καυγά ανάμεσα στην Μαίρη και τον Κάιλ.

τρέφομαι με

Les animaux mangent de l'herbe.

ταΐζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je dois donner à manger aux enfants.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η τήρηση του Οδηγού Υγιεινής είναι απαραίτητη για μονάδες που επισιτίζουν μέχρι χίλια τριακόσια άτομα ημερησίως.

ταΐζω

(κάποιον/κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle nourrit ses poules avec tout un tas de restes.
Ταΐζει τις κότες της με μια ποικιλία από αποφάγια.

τρέφομαι

(μεταφορικά: αναπτύσσομαι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La panique se nourrit des peurs des gens.
Ο πανικός τρέφεται από τους φόβους των ανθρώπων.

τροφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La nourriture et un logement font partie des besoins élémentaires de l'homme.
Στις βασικές ανάγκες του ανθρώπου συγκαταλέγονται η τροφή και η στέγη.

στόμα να ταΐσω

nom féminin (figuré) (μεταφορικά)

J'ai cinq bouches à nourrir.

εξαρτώμενος, προστατευόμενος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il vient de perdre son travail et il a trois bouches à nourrir.

στόματα να θρέψω

nom féminin pluriel

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Six enfants ?! Ça en fait, des bouches à nourrir !

ταΐζω κπ με το κουτάλι

verbe transitif (απόλυτη ακρίβεια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταΐζω κπ με μπιμπερό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταΐζω με το χέρι

locution verbale (un animal) (ζώο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρέφομαι

(τρώω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les pythons se nourrissent de souris et de petits mammifères.

ευημερώ χάρη σε κάποιον άλλο

(figuré)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le groupe se nourrissait de l'énergie des spectateurs.

ταΐζω

verbe transitif (animaux) (με σανό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jane a nourri les chevaux au foin après le déjeuner.
Η Τζέιν έδωσε σανό στα άλογα μετά το μεσημεριανό.

εξοικειώνω κπ με κτ

(figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nourrir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του nourrir

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.