Τι σημαίνει το entrance στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης entrance στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του entrance στο Αγγλικά.

Η λέξη entrance στο Αγγλικά σημαίνει είσοδος, είσοδος, είσοδος, εισαγωγή, μαγεύω, μαγεύω, εισαγωγικές εξετάσεις, είσοδος, προθάλαμος, κύρια είσοδος, κεντρική είσοδος, μπαίνω, βγαίνω στη σκηνή, κάνω την εμφάνισή μου, κάνω την είσοδό μου, είσοδος προσωπικού και προμηθευτών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης entrance

είσοδος

noun (building: lobby, hall)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The building had a grand entrance that was shared by all the apartments.
Το κτίριο είχε μια μεγάλη είσοδο την οποία μοιράζονταν όλα τα διαμερίσματα.

είσοδος

noun (door, way in)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tina walked all the way around the building, looking for the entrance.
Η Τίνα περπάτησε γύρω από όλο το κτίριο ψάχνοντας για την είσοδο.

είσοδος

noun (person's arrival)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The actor's entrance onto the stage marked a new phase of the plot. It was 6pm and Tom's wife was due home from work, so he kept his eyes on the door, awaiting her entrance.
Η είσοδος του ηθοποιού στη σκηνή σηματοδοτούσε με νέα φάση της πλοκής.

εισαγωγή

noun (right to enter)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Your entrance into this university is dependent on your meeting certain requirements.
Η εισαγωγή σας σ' αυτό το πανεπιστήμιο εξαρτάται απ' το αν πληρείτε κάποιες προϋποθέσεις.

μαγεύω

transitive verb (figurative (fascinate, delight) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The firework display entranced the children.
Η επίδειξη των βεγγαλικών μάγεψε τα παιδιά.

μαγεύω

transitive verb (put under a spell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The hypnotist entranced his subject.

εισαγωγικές εξετάσεις

noun (admission test)

To be eligible for admission, you have to take an entrance examination.

είσοδος

noun (cost of admission) (κόστος εισόδου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Visitors are charged an entrance fee of €2.50.

προθάλαμος

noun (large lobby, foyer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Your entrance hall's bigger than my whole flat!

κύρια είσοδος, κεντρική είσοδος

noun (front door)

Sue was waiting for me near the main entrance of the restaurant.

μπαίνω

verbal expression (into room)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Charles made an entrance into the study.

βγαίνω στη σκηνή

verbal expression (onstage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When she says "Ah, Romeo, Romeo!" it's time to make your entrance.

κάνω την εμφάνισή μου, κάνω την είσοδό μου

verbal expression (grandly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The red carpet is the place for celebrities to make an entrance before awards ceremonies.

είσοδος προσωπικού και προμηθευτών

noun (tradesman's door)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The restaurant owner asks that all deliveries be brought to the service entrance.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του entrance στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του entrance

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.